Κτηνοτροφία
Η βόσκηση υπήρξε για ένα μεγάλο διάστημα η πλέον καθοριστική παράμετρος για τη διαμόρφωση της βλάστησης της περιοχής. Στη συνέχεια, επιχειρούμε να εκτιμήσουμε την πίεση της βόσκησης και την αλλαγή της στο χρόνο, μέσα από στοιχεία όπως η έκταση των λιβαδιών, η ένταση της βόσκησης, ο αριθμός των βοσκούμενων ζώων και η πορεία δασικής αναγέννησης στα λιβάδια που σταδιακά εγκαταλείπονται από τη βοσκή.
Κοπάδι από πρόβατα στην περιοχή (Σαραντάπορος)
Αριθμός βοσκούμενων ζώων
Ο αριθμός των βοσκούμενων ζώων δίνει μια άμεση εικόνα για την πίεση της βόσκησης. Στο Παραδοτέο 6 («Έκθεση μελέτης πολιτισμικής κατασκευής του τοπίου»), υπάρχουν μαρτυρίες κι εκτιμήσεις για τον αριθμό ζώων που βοσκούν εντός της περιοχής έρευνας. Οι εκτιμήσεις αυτές διακρίνονται σε 2 περιόδους, με ορόσημο το 1945. Έτσι, στην περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα και το 1945, το κάθε νοικοκυριό εκτιμάται ότι έχει κατά μέσο όρο 50 - 100 αιγοπρόβατα και 2 – 5 βοοειδή. Υπάρχουν αναφορές και για πλούσια νοικοκυριά που είχαν αντίστοιχα 350 αιγοπρόβατα και 25 αγελάδες.
Ο πληθυσμός στα 4 χωριά της περιοχής (Μυροβλήτη, Κοτύλη, Πευκόφυτο, Χρυσή) κυμαίνεται στα 600-700 άτομα στα τέλη του 19ου αιώνα, αυξάνεται στα 900 στη δεκαετία του 1920 και φτάνει το μέγιστο στα 1300 άτομα στην απογραφή του 1940, ένας αριθμός που ίσως υπερεκτιμά για διάφορους λόγους το πραγματικό μέγεθος, χωρίς όμως να αλλάζει τάξη μεγέθους. Αν, όπως αναφέρεται στο Παρ. 6, το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού ήταν 6-10 άτομα, οι αριθμοί μπορούν να αντιστοιχηθούν χοντρικά σε 100 ενεργά νοικοκυριά για το 1900 και 200 για το 1940. Οι αριθμοί αυτοί ταιριάζουν με τις συγκεντρωμένες μαρτυρίες («80 σπίτια στην Κοτύλη και την Χρυσή και 50 σπίτια στο Πευκόφυτο στη δεκαετία του 1930»). Μια σχετική ένδειξη μπορεί να δώσει και η φωτοερμηνεία της α/φ του 1945 (βλ. χάρτες και φωτογραφίες στο Παραδοτέο 4) στους 3 οικισμούς. Αν καταμετρήσουμε τα χωριστά κτήρια, με την αίρεση βέβαια ότι (α) μπορεί κάποια από αυτά να μην κατοικούνται (β) κάποια να μην είναι αυτόνομα, αλλά τμήμα του ίδιου νοικοκυριού και (γ) ότι μπορεί κάποια να μην αναγνωρίστηκαν, προκύπτουν οι εξής αριθμοί:
- Χρυσή 110 κτήρια
- Πευκόφυτο 47 κτήρια
- Κοτύλη 30 κτήρια (η α/φ είναι αρκετά θολή στο σημείο και ίσως να μην αναγνωρίστηκαν όλα τα κτήρια)
- Μυροβλήτη 16 κτήρια
Σύνολο: 204 κτήρια
Γίδα με παραδοσιακή κουδούνα (Σαραντάπορος)
Με βάση τους παραπάνω υπολογισμούς, μπορούμε να εκτιμήσουμε αντίστοιχα 7500 αιγοπρόβατα και 350 βοοειδή για το 1900 και 15.000 αιγοπρόβατα και 700 βοοειδή για το 1945. Στους αριθμούς αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τα κοπάδια των νομάδων που έρχονταν στην περιοχή το καλοκαίρι. Δεν υπάρχει αριθμητική εκτίμηση για αυτά, αλλά είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι προσέθεταν άλλα 5.000-10.000 αιγοπρόβατα, ανεβάζοντας την εκτίμηση σε 20-25.000 αιγοπρόβατα στο μέγιστο της ανάπτυξής τους. Η εκτίμηση αυτή συμπίπτει με την εκτίμηση που αναφέρεται στη Διαχειριστική Μελέτη του Νότιου Γράμμου (1995), σύμφωνα με την οποία πριν το 1945 βοσκούσαν στην περιοχή πάνω από 20.000 αιγοπρόβατα.
Τα αποτελέσματα αυτής της πίεσης στη βλάστηση της περιοχής, περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο στις παλιότερες διαχειριστικές μελέτες και ειδικά στη μελέτη του Δημόσιου Δάσους Κοτύλης το 1963. Σύμφωνα με το συντάκτη, τουλάχιστον στα όρια του συγκεκριμένου Συμπλέγματος, η βόσκηση οδήγησε σε αραίωση και καταστροφή δασικών εκτάσεων, είναι χαρακτηριστικό ότι η κλαδονομή ασκούνταν καθολικά σε όλες σχεδόν τις Δρυς, αλλά καθώς αυτές δεν επαρκούσαν επεκτεινόταν -σύμφωνα πάντα με το συντάκτη- στις οξιές, ακόμα και στα πεύκα και τα έλατα. Στην περιοχή των Αρένων η πίεση θα ήταν μάλλον πιο αμβλυμμένη, αφού η βόσκηση ασκούνταν κυρίως στα μεγάλα λιβάδια της περιοχής, χωρίς να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τα ώριμα δάση της Οξιάς.
Κοπάδι από πρόβατα στη Μυροβλήτη
Στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944), οι αριθμοί αυτοί μάλλον διατηρήθηκαν. Οι λόγοι που συντείνουν σε αυτή την υπόθεση, είναι (α) ότι οι Ιταλικές δυνάμεις δεν πήγαν ποτέ στα 3 αυτά χωριά, οπότε πρακτικά δεν υπήρξε δύναμη κατοχής μέχρι το 1943 που έρχονται οι Γερμανοί. (β) Σε αυτή την περίοδο, η οικονομία του νοικοκυριού προστάτευσε αυτά τα νοικοκυριά από την πείνα του 1941 - 1942 και δεν «χάλασαν» κοπάδια. Ο ΕΛΑΣ πρέπει, το 1943-1944, να έκανε λελογισμένη κατάσχεση ζώων από κοπάδια για τις ανάγκες του στρατού. Η πρώτη μαζική κατάσχεση γίνεται αμέσως μετά την εκτέλεση των χωροφυλάκων το 1945 (βλ, Παραδοτέο 6), όταν αντάρτικες δυνάμεις κατεβαίνουν στην Κοτύλη και παίρνουν τα ζώα από μερικές οικογένειες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Από την περίοδο του Εμφυλίου και μετά ωστόσο, ο πληθυσμός της περιοχής σταδιακά καταρρέει, φτάνοντας τα 246 άτομα το 2001 (ο πληθυσμός αυτός αφορά την απογραφή, ενώ ο οικονομικά ενεργός είναι υποπολλαπλάσιος). Μαζί του υποχωρεί αναλογικά κι η πίεση της βόσκησης.
Οι Διαχειριστικές Μελέτες μας προσφέρουν επίσης διάφορα δεδομένα για τον αριθμό των βοσκούμενων ζώων σε διάφορες στιγμές. Τα δεδομένα αυτά όμως παρουσιάζουν αποκλίσεις μεταξύ τους. Επίσης, είναι πιθανό να είναι αρκετά ετεροχρονολογημένα, να αναφέρονται δηλαδή σε προηγούμενα έτη από τη δημοσίευσή τους. Τέλος, μέρος αυτών των ζώων μπορεί να βοσκούν και εκτός των ορίων της περιοχής. Ακόμα και με αυτές τις επιφυλάξεις ωστόσο, μπορούν να δώσουν μια εικόνα για την πορεία του αριθμού των βοσκούμενων ζώων. Έτσι, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ως το 1963 αυτός δεν είχε καταρρεύσει ακόμα: αν στα 4000 αιγοπρόβατα της Κοτύλης υποθέσουμε ότι ήταν το 1/3 με το 1/5 των συνολικών (μαζί δηλαδή με Χρυσή και Πευκόφυτο), τότε ο πληθυσμός θα έφτανε τα 15.000 αιγοπρόβατα και τα 1000 βοοειδή. Πράγματι, στη Διαχειριστική Μελέτη του 1963 διαπιστώνεται η «κάμψη» της πίεσης της βόσκησης, αλλά ακόμα περιγράφεται ως ενεργός παράγοντας καταστροφής του δάσους.
Για τη δεκαετία του 1970 δεν έχουμε στοιχεία, αλλά τη δεκαετία του 1970 ο αριθμός των αιγοπροβάτων μειώθηκε περίπου στο μισό – μπορούμε να εκτιμήσουμε κοντά στα 7500 για όλη την περιοχή. Η πτωτική πορεία θα συνεχιστεί ως τις αρχές της δεκαετίες του 2000, οπότε και θα σταθεροποιηθεί κοντά στα 2.000 αιγοπρόβατα και 150 βοοειδή, κοντά δηλαδή στο 1/10 του πληθυσμού τους πριν το 1945.
Άλογα βόσκουν ημιελεύθερα στις Αρένες
Εκτίμηση της έκτασης των βοσκούμενων λιβαδιών
Μια έμμεση εικόνα για την ένταση της βόσκησης στην περιοχή έρευνας και τις αλλαγές της στο χρόνο, μπορεί να δοθεί και από την έκταση των λιβαδικών εκτάσεων.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της φωτοερμηνείας, οι εκτάσεις που χαρακτηρίστηκαν ως λιβαδικές μειώθηκαν από 17,3% το 1945 σε 12% το 2015, μια μείωση κατά 30%. Οι εκτάσεις αυτές δασώθηκαν, κυρίως από Μ. Πεύκη και τις μίξεις της. Σημειώνεται βέβαια ξανά ότι στις λιβαδικές εκτάσεις του 2015 περιλαμβάνονται και το μεγαλύτερο μέρος (συγκεκριμένα, το 55%) των εκτάσεων που το 1945 είχαν χαρακτηριστεί ως γεωργικές (5,2%) και οι οποίες σχεδόν εξαφανίστηκαν ως το 2015. Κατά κανόνα, το 1945 οι γεωργικές εκτάσεις βρίσκονται εγγύτερα στους οικισμούς, ενώ τα λιβάδια πιο διάσπαρτα και απομακρυσμένα. Όσο λοιπόν μειώνεται η ανάγκη για βόσκηση, εγκαταλείπονται σταδιακά πρώτα τα απομακρυσμένα λιβάδια και βοσκούνται οι κοντινότερες εγκαταλελειμμένες αγροτικές εκτάσεις.
Έτσι, οι αγροτολιβαδικές εκτάσεις μειώνονται συνολικά από 23,5% του 1945 στο 12% του 2015, δηλαδή στο μισό.
Ποιμενικοί σκύλοι, βασικοί πρωταγωνιστές της ορεινής κτηνοτροφίας (Αρένες)
Βόσκηση εντός δασικών εκτάσεων και κλαδονομή
Από τις περιγραφές των Διαχειριστικών Μελετών είναι σαφές ότι όσο η περιοχή έτρεφε έναν μεγάλο αριθμό ζώων, η βόσκηση δεν μπορεί να περιοριζόταν στις λιβαδικές εκτάσεις, αλλά βοσκούνταν συστηματικά και οι δασικές εκτάσεις. Εξάλλου, όσο ασκούταν η εκτατική κτηνοτροφία με την παραδοσιακή της μορφή, η κλαδονομή υπήρξε βασική πηγή διατροφής για τα ζώα. Η έκτασή της και οι επιπτώσεις της στη βλάστηση της περιοχής της βόσκησης και της κλαδονομής περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τις παλιότερες Διαχειριστικές Μελέτες και ειδικά από τη Διαχειριστική Μελέτη του Δημόσιου Δάσους Κοτύλης του 1963 (βλ. σχετική έκθεση στο Παραδοτέο 4).
Από εκεί προκύπτει η εικόνα ότι, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο σύμπλεγμα, ως το 1945 και σε μικρότερη βαθμό ως τη δεκαετία του 1960, η βόσκηση και η κλαδονομή ήταν σχεδόν καθολική σε όλες τις εκτάσεις της Δρυός, αλλά γινόταν επίσης συστηματικά ακόμα και στην Οξιά, την Πεύκη και το Έλατο (η τελευταία πληροφορία, για κλαδονομή σε Πεύκη κι Ελάτη ακούγεται ακραία και μένει να επιβεβαιωθεί). Ακόμα όμως και η επόμενη μελέτη για το ίδιο σύμπλεγμα, διαπιστώνει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καμιά συστάδα δεν βρήκαμε μεγάλης ηλικίας άτομα Δρυός που να μην έχουν κλαδονομηθεί κατά το παρελθόν».
Τυπική εικόνα βοσκημένης δρυός (από άλλη περιοχή, Ροδόπη)
Βόσκηση και κλαδονομή επίσης ασκούταν σε μικρότερο βαθμό στο Σύμπλεγμα του Νότιου Γράμμου, ενώ -ως την εποχή εκείνη- το Σύμπλεγμα του Δημοτικού Κοτύλης αποτελούσε ουσιαστικά ολόκληρο πεδίο βόσκησης και όχι δάσος. Μετά το 1970, με τη μαζική μείωση του πληθυσμού και της βόσκησης, η κλαδονομή σταδιακά εγκαταλείπεται και σήμερα δεν ασκείται ουσιαστικά καθόλου.
Τα ΦΠΣ δίνουν μια ακριβέστερη εικόνα για τη χωρική κατανομή της κλαδονομής και της βόσκησης εντός των δασικών εκτάσεων στο Σύμπλεγμα του Νότιου Γράμμου. Σύμφωνα με τη Διαχειριστική Μελέτη του 1975, συστηματική βόσκηση και κλαδονομή υφίστανται ως τη δεκαετία του 1960 οι 31 από τις 90 συστάδες του συμπλέγματος, δηλαδή περίπου το 1/3 της έκτασης.
Κοπάδι από γίδες στον κεντρικό δρόμο της περιοχής
Δασική αναγέννηση στα εγκαταλελειμμένα λιβάδια
Καθώς λοιπόν η βόσκηση μειώνεται σταδιακά ως και στο 10% της αρχικής της έντασης, εκτενείς λιβαδικές εκτάσεις αρχίσουν να καλύπτονται από δενδρώδη είδη. Μάλιστα, η μείωση της πίεσης πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τη μείωση του αριθμού των ζώων, καθώς στη σύγχρονη κτηνοτροφία, ακόμα και στην εκτατική μορφή της, σημαντικό μέρος της διατροφής των ζώων καλύπτεται από ζωοτροφές του εμπορίου. Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι αρχικά η πίεση θα μειωθεί στις δασικές περιοχές και στα πιο απομακρυσμένα λιβάδια, ενώ εύκολη διέξοδο για βοσκή στα εναπομείναντα κοπάδια προσφέρουν και τα εγκαταλελειμμένα χωράφια. Η όλη διαδικασία έχει μάλλον ένα βαθμιαίο χαρακτήρα, καθώς τα περισσότερα λιβάδια πιθανά δεν εγκαταλείπονται αμέσως, αλλά βοσκούνται όλο και λιγότερο. Έτσι, τα κτηνοτροφικά ζώα έχουν τη δυνατότητα να ασκούν σταδιακά όλο και πιο εκλεκτικές επιλογές, διαλέγοντας τα είδη που προσφέρονται περισσότερο για κατανάλωση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα από τη μελέτη της ποώδους βλάστησης στα λιβάδια, στις μισές περίπου θέσεις (12/23), μετρήθηκε έντονη παρουσία νιτρόφιλων ή ακανθωδών ειδών, τα οποία υποδεικνύουν συνεχιζόμενη πίεση από βόσκηση, κυρίως στο διάστημα του καλοκαιριού (στις δειγματοληψίες του Αυγούστου). Η αναλογία αυτή αποτελεί μια ένδειξη για τη βόσκηση στα λιβάδια που υφίστανται ως σήμερα.
Ταυτόχρονα, καταγράφηκαν και τα δενδρώδη είδη που αναπτύσσονται βαθμιαία στα ανοιχτά ακόμα λιβάδια (βλ. Παραδοτέο 4). Όπως είναι αναμενόμενο, κυριαρχούν ήδη που είναι ανθεκτικά στη βόσκηση (με σειρά συχνότητας Juniperus sp., Pinus nigra, Abies borisii-regis). Φαίνεται λοιπόν ότι εδώ η βόσκηση όντως ασκεί μια επιλεκτική πίεση υπέρ των κωνοφόρων και της αρκεύθου και εις βάρος των φυλλοβόλλων ειδών.
Σταδιακή αναδάσωση σε λιβάδι της περιοχής
Μαρτυρίες
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, η κτηνοτροφία στο παρελθόν αφορούσε οικόσιτα ζώα και κοπάδια. Στα οικόσιτα συμπεριλαμβάνονταν οι κότες (5-20 κάθε νοικοκυριό) που βρίσκονταν σε κοτέτσια εντός της αυλής του σπιτιού, τα γουρούνια (2-4 κάθε νοικοκυριό), τα μουλάρια (2, το ελάχιστο, κάθε νοικοκυριό) και τα βοοειδή (2-5 κάθε νοικοκυριό). Στα κοπάδια περιλαμβάνονται αιγοπρόβατα σε αναλογία περίπου 7 πρόβατα προς 2 γίδια ανά νοικοκυριό. Το κάθε νοικοκυριό έχει περίπου 50 – 100 αιγοπρόβατα. Oι παραπάνω αριθμοί μας αναφέρθηκαν ως «μέσος όρος». Υπήρξαν αναφορές και για πλούσια νοικοκυριά που είχαν 25 αγελάδες και 350 αιγοπρόβατα. Μια πληροφορήτρια μας ανέφερε ότι στο σπίτι της είχαν 350 αιγοπρόβατα. Τα κοπάδια ζουν σε στρούγκες κοντά στα χωριά τους χειμερινούς μήνες και σε πιο ορεινές και απομακρυσμένες τους θερινούς μήνες. Η εποχιακή μετακίνηση ακολουθεί το εορτολόγιο του Αγ. Δημητρίου και Αγ. Γεωργίου. Οι θερινές στρούγκες συγκροτούνται στη βάση του σογιού και έχουν 600 – 700 ζώα. Η βόσκηση γίνεται με κοινή συνεργασία των ανδρών του σογιού που διαμένουν ορισμένα βράδια εναλλάξ στη στρούγκα. Η τοπική κτηνοτροφία συμπεριλαμβάνει, μέχρι το 1946, και τσελιγκάτα από νομάδες Σαρακατσάνους και ημινομάδες Βλάχους που νοικιάζουν ορεινές εκτάσεις στις Αρρένες και στην περιοχή του σημερινού Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης. Το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και – δευτερευόντως – το κρέας που παράγεται προορίζεται για ιδιοκατανάλωση και πωλείται στο εμπόριο. Ορισμένοι από αυτούς τους εμπόρους προέρχονται από την Καστοριά και ορισμένοι έχουν σχέσεις με τα δίκτυα Βλάχων και Σαρακατσαναίων τσελιγκάτων.
Φωτογραφία που συλλέχθηκε από κατοίκους - Στάνη με γίδια
Αγγελόπουλος Γ., Γελάνη Ε., Σαρικούδη Γ., 2020. Έκθεση μελέτης πολιτισμικής κατασκευής του τοπίου. Παραδοτέο 6. 19 Σελίδες + Παραρτήματα
https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_6.pdf
Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Μπάντιου Ε., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2020. Χαρτογράφηση, επεξεργασία & ερμηνεία αποτελεσμάτων. Παραδοτέο 7. 151 Σελίδες + Παράρτημα
https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del7_ekthesi.pdf
Κοπάδι στις Αρένες