Τοπωνύμια
Γενικά στοιχεία για τα τοπωνύμια της περιοχής
Ιστορικά, η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ως γεωγραφικό συνεχές, είναι ένας τόπος επαφής αλλόγλωσσων πληθυσμών, με τη γλωσσική διαστρωμάτωση να φαίνεται και στο τοπωνυμικό υλικό. Τοπωνύμια σλαβικής, αρωμουνικής, αλβανικής αρχής, φανερώνουν την ύπαρξη σλαβόφωνων, βλαχόφωνων, αλβανόφωνων και ελληνόφωνων κατοίκων. Από τη σκοπιά του γλωσσικού περιβάλλοντος, η ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη των βόρειων νεοελληνικών ιδιωμάτων, των σλαβικών διαλέκτων και των αρωμουνικών διαλέκτων της περιοχής (Papadamou & Papanastasiou 2012). Στο σύνθετο αυτό γλωσσικό τοπίο μπορούν να προστεθούν και οι μικρασιατικές γλωσσικές ποικιλίες των προσφυγικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Σε επίπεδο διαχρονίας, οι διαφορετικοί οικισμοί παρουσίαζαν μια σχετικά ομοιογενή γλωσσική ταυτότητα, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις χωριών όπου συνυπάρχουν παραπάνω από μια γλωσσικές ποικιλίες.
Αν εξετάσουμε την περίπτωση των οικισμών της Παλιάς Κοτύλης (Κοτέλτσι), της Χρυσής (Ζλάτινα) και του Πευκόφυτου (Βίσανσκο), με βάση τα γλωσσολογικά κριτήρια (ισόγλωσσα), η έρευνα δείχνει πως οι συγκεκριμένοι οικισμοί αποτελούν μεταβατικές ζώνες διαλεκτοφωνίας μεταξύ της Ηπείρου και της Μακεδονίας (όπου επικρατούν τα χαρακτηριστικά των βόρειων διαλέκτων). Η παρουσία συγκεκριμένων μορφοσυντακτικών ισόγλωσσων επιβεβαιώνει τη σχέση που έχουν οι γλωσσικές ποικιλίες στα χωριά του Γράμμου με τις διαλεκτικές ποικιλίες της Ηπείρου, και υπό αυτή την έννοια τα χωριά αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως προεκτάσεις της διαλεκτοφωνίας της Ηπείρου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο βαθμό αυτό οφείλεται στις μετακινήσεις πληθυσμών και σε ποιο βαθμό τα γλωσσικά χαρακτηριστικά είναι εσωτερικές εξελίξεις των ποικιλιών ή αποτελούν μέρος ενός παλαιότερου γλωσσικού υποστρώματος. Η ανίχνευση της επιρροής της σλαβικής και τα κοινά στοιχεία διαφοροποιούν σημαντικά την περιοχή από τα υπόλοιπα ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας, γι’ αυτό και μιλάμε για μια γλωσσική υπο-ομάδα η οποία συμπεριλαμβάνει την Κοτύλη, τη Χρυσή και το Πευκόφυτο (βλ. αναλυτικά Papdamou & Papanastasiou 2012).
Συγκέντρωση τοπωνυμίων
Τα τοπωνύμια της περιοχής ενδιαφέροντος προέκυψαν ύστερα από αποδελτίωση του διαθέσιμου χαρτογραφικού υλικού και από την έρευνα πεδίου στους κατοίκους της περιοχής (βλ. Παραδοτέο 6), τη συγκέντρωση τοπωνυμίων από τις Διαχειριστικές Μελέτες (βλ. Παραδοτέο 4) και τον χάρτη της ΓΥΣ. Συγκεντρώθηκαν συνολικά 276 τοπωνύμια από την ευρύτερη περιοχή του έργου (βλ. πίνακα). Αφού συγκεντρώθηκαν τα τοπωνύμια, έγινε μια προσπάθεια εντοπισμού τους και αναφοράς τους, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, στο χάρτη και επιλέχθηκαν στη συνέχεια όσα εμπίπτουν στην ορισμένη περιοχή του συγκεκριμένου έργου. Τέλος, επιχειρήθηκε η ανάλυση ή η ερμηνεία μερικών από αυτά, ώστε η πληροφορία που φέρουν να φωτίσει πτυχές της ιστορίας του τοπίου.
Όπως ισχύει για κάθε τοπωνυμική εργασία, η ετυμολογία είναι μια δύσκολη και επισφαλής απόπειρα, εφόσον τα γλωσσικά δεδομένα των βαλκανικών γλωσσών δεν μας είναι πάντα γνωστά ή διαθέσιμα. Γι’ αυτό και το παρόν κεφάλαιο δεν εμπεριέχει ολοκληρωμένες ετυμολογικές προτάσεις, αλλά παραθέσεις στηριζόμενες κατά βάση στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία. Παρακάτω αναφερόμαστε σε κάποια από τα τοπωνύμια της περιοχής, κατατάσσοντάς τα ενδεικτικά σύμφωνα με ονοματολογικά κριτήρια (Συμεωνίδης 1992).
1. Οικωνύμια
Κότελτσι/ Κοτέλτσι, το (Κοτύλη, η): Το οικωνύµιο Κότελτσι ετυμολογείται από το παλ. σλαβ. kotelj/ kotjlj/ kotjlicj (= λέβητας, χάλκινο σκεύος, καζάνι)[1]. Στη βουλγαρική, cotelci είναι το μέρος όπου παράγουν καζάνια ή όπου κατοικούν άνθρωποι που κατασκευάζουν καζάνια. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή που παραθέτει ο Ζιώγας (2015), η ονομασία Κότελτσι προέκυψε από «τη συνήθεια να ονοµάζουν τόπους µε σκεύη προς τα οποία οµοιάζει η µορφή τους», άρα το οικωνύμιο ενδέχεται να προέκυψε λόγω του κοίλου σχήματος της κοιλάδας όπου βρίσκεται ο παλιός οικισμός. Κοτύλη < Κοτέλτσι .
Ζλάτινα (Χρυσή), η: Το οικωνύµιο Σλάτινα απαντάται αυτούσιο στις σλαβικές γλώσσες. Στα παλ. σλαβ. slatina = τόπος µε νερά, έλος, νερό αλµυρό - άλµη. Στα σέρβικα slatina (= το πολύ αλµυρό) και στα βουλγάρικα slatina (= πηγή µε λιγοστή ροή). Εξ αυτών ερµηνεύεται ως «νερότοπος», όπως και είναι, γιατί κάτι αλµυρό δεν υπάρχει εκεί. Η ερµηνεία από το παλ. σλαβ. zlato (= χρυσός) και zlatjna/zlatna (= χρυσή, χρυσαφένια), απ’ όπου µετονοµατίστηκε σε Χρυσή, δεν είναι σωστή και δεν αποδίδει κανένα χαρακτηριστικό του χώρου (Ζιώγας, 2015).
2. Αγιωνύμια
Συνήθως δηλώνουν την παρουσία μικρής εκκλησίας εντός των οικισμών ή αφορούν τα ομώνυμα εξωκλήσια και την περιοχή γύρω από αυτά. Στη συγκεκριμένη περιοχή συναντάμε τα εξής αγιωνύμια: Αγία Παρασκευή, Αγιοκλήσι, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Πέτρος.
3. Ορεωνύμια
Αρένες οι/ Αρένα η: η Νότια κορυφογραμμή του Γράμμου, με δύο κορυφές (Πάνω Αρένα, Κάτω Αρένα). Ετυμολογείται από το λατινικό arena και το αρωμουνικό arina, δηλαδή «άμμος, ψάμος». Ερμηνεύεται ως «χαλικαριά, σάρες», τις οποίες συναντάμε σε βραχώδη μέρη με διάβρωση του ψαμμιτικού πετρώματος στις βουνοκορφές (Ζιώγας 2013,71).
Γράμμος: Η οροσειρά κατά μήκος των ορίων της Ηπείρου-Μακεδονίας αλλά και μέρους του συνόρου Ελλάδας-Αλβανίας. Η ψηλότερη κορυφή του όρους φέρει επίσης την ονομασία Γράμμος. Στα αλβανικά η οροσειρά ονομάζεται Gramoz-i και στην αρωμουνική Gramosta, όπως και το ομώνυμο χωριό Γράμμοστα. Πιθανώς η οροσειρά να ονομάστηκε έτσι από το αρωμουνικό Γράμμουστα, δηλαδή «γραμμένη, ζωγραφισμένη ομορφιά», λέξη ελληνικής αρχής που σχετίζεται με τη «γραμμή». Παρόμοια χρήση του γραμμένος-η-ο, με τη σημασία «όμορφος, καλοσχηματισμένος» συναντούμε στις διαλεκτικές γλωσσικές ποικιλίες της Ηπείρου.
Γκουρούσια, τα: Το ορεωνύμιο Γκουρούσια έχει χρησιμοποιηθεί κατά τους οθωμανικούς χρόνους για να χαρακτηρίσει το βόρειο τμήμα του Βοίου. «Ολόκληρη η κορυφογραμμή του κυρίως κορμού από τον Προφήτη Ηλία και βόρεια μέχρι τον Πύργο Κοτύλης αποτελεί το υψηλότερο τμήμα του όρους με πλήθος κορυφών πάνω από τα 1600 μέτρα, σχηματίζοντας στα δυτικά με το Γράμμο την κοιλάδα του Σαραντάπορου» (Βούρος 2013). Είναι λοιπόν η ονομασία για τον ορεινό όγκο στα ανατολικά του Γράμμου, συγκεκριμένα για το βορειοδυτικό σκέλος του όγκου, που η προφορική παράδοση το διασώζει με την ονομασία Γκουρούσια (Τσότσος, 2002). Για την προέλευση του ονόματος δεν γνωρίζουμε πολλά, ίσως σχετίζεται με την αλβανική λέξη gur/gurë (αφαιρ.πληθ. gurësh), που σημαίνει πέτρα, λίθος αλλά και βράχια.
Κιάφα, η: Ύψωμα της υπό εξέταση περιοχής. Είναι ο χαμηλότερος αυχένας στον νότιο κλάδο της οροσειράς του Γράμμου, μεταξύ των κορυφών Περήφανος και Μαύρη Πέτρα (Ζιώγας 2013, 74). Από εκεί περνάει κανείς από την πλευρά της Ηπείρου στην πλευρά της Μακεδονίας, ενώ εκεί βρίσκονταν και το παλιό χωριό Γράμμοστα. Η ονομασία Κιάφα ετυμολογείται από το αρωμουνικό kiafa = αυχένας/διάσελο, αλλά και από το αλβανικό qafë-a = αυχένας.
Κλέφτης, ο: Κορυφή της δυτικής παραφυάδας του Σμόλικα, ανάμεσα στα ποτάμι του Αώου και του Βουργουπόταμου. Το βουνό είναι έντονα επικλινές («τσακιστό», στην τοπική διάλεκτο) και χρησίμευε ως πέρασμα για την επικοινωνία των χωριών της Λάκκας Αώου με τα χωριά της κοιλάδας του Σαραντάπορου (Ζιώγας 2013, 75). Είναι πιθανό να οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι το δύσβατο πέρασμα ελέγχονταν από κλέφτες.
Χάρος, ο: Το τοπωνύμιο μάλλον αφορά την έκταση κάτω από την τοποθεσία Σπανούρα, δηλαδή κάτω από το ψηλότερο σημείο -φρύδι- του γκρεμού που ίσταται πάνω από την κοιλάδα της παλιάς Κοτύλης, και όχι τον ίδιο το γκρεμό, όπως έχει επικρατήσει σήμερα. Σε παλιό στρατιωτικό χάρτη της περιοχής, η τοποθεσία αναφέρεται ως Khara, ένδειξη που μας απομακρύνει από τη λαϊκή ετυμολογία/πιθανή παρετυμολογία για το τοπωνύμιο, που είναι πια γνωστό ως Χάρος, λόγω του απόκρημνου χαρακτήρα της περιοχής. Η ετυμολογία αυτή συνδέθηκε στη συνέχεια με υποθέσεις, όπως ότι από εκεί περνούσε ένα απόκρημνο και επικίνδυνο μονοπάτι που ένωνε την Παλιά Κοτύλη με την τοποθεσία της νέας, ή με γνωστή υπόθεση όπου κατά τον Εμφύλιο από εκεί έπεσαν 3 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που είχαν αναλάβει ως οπισθοφυλακή τη φύλαξη της γραμμής άμυνας, κατά τον ελιγμό αποχώρησης. Ενδιαφέρον έχει η ερμηνεία του Khara ως λέξη της παλαιάς σλαβικής με σημασία «καλός», και στη ρωσική khoroshiy = καλός, καλά (από το https://greekcivilwar.wordpress.com/).
4. Μικροτοπωνύμια
Παραθέτουμε κάποια ενδεικτικά μικροτοπωνύμια, η σημασία των οποίων μπορεί να μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις επιμέρους τοποθεσίες της περιοχής, της ανθρώπινης δραστηριότητας, της χλωρίδας και της πανίδας της.
Ανήλιο: Σύνηθες τοπωνύμιο στην ευρύτερη περιοχή, για τοποθεσία που εξαιτίας των υπερκείμενων ορεινών όγκων φωτίζεται αργά από το φως της ανατολής του ήλιου.
Αρκουδότρυπα: Μικροτοπωνύμιο δηλωτικό της παρουσίας του ζώου, πρβ. και τα τοπωνύμια Αρκουδάλωνο, Αρκουδόπετρες στο Κεράσοβο και στο Λούψικο (Ρεμπέλης 1953, 259).
Ασβεστάρια: Θέση όπου μάλλον λειτουργούσαν ασβεστοκάμινοι (στην τοπική γλωσσική ποικιλία ονομάζονται ασβεσταριά). Είναι συχνό τοπωνύμιο σε πολλά από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής.
Γκόλια (Νότιος Γράμμος): Γκόλιο το, από το παλ. σλαβ. golj/golu «γυμνός», για γυμνές βουνοκορφές. Όπως τα παρεμφερή με ελληνικό έτυμο «Γυμνό/Φαλακρό» (Ζιώγας 2013,73).
Δραγασιά, η: Ονομασία για υψηλό σημείο, το οποίο λειτουργούσε ως παρατηρητήριο ή ως σκοπιά.
Κακολίσβα, η: Καταγράφηκε ως ονομασία της πλαγιάς στα νότια της Χρυσής, που καταλήγει στον Σαραντάπορο. Ο λίσβας είναι συχνή λέξη στις γλωσσικές ποικιλίες της Ηπείρου, και σημαίνει τον τόπο με λευκό, αργιλώδες έδαφος, άγονο και σκληρό. Χρησιμοποιείται ακόμα συστηματικά από τους κατοίκους της περιοχής.
Καψάλια: Η ονομασία καψάλι αφορά τη δασική έκταση την οποία καίνε οι χωρικοί ώστε να δημιουργηθεί χέρσος τόπος, καλλιεργήσιμη γη για την επέκταση των υφιστάμενων αγρών ή για τη βοσκή των ζώων (Ρέμπελης 1953, 306).
Κοτάρια, τα: Το ίδιο τοπωνύμιο συναντάμε στη δασική περιοχή του χωριού Ντέντσικο (Αετομηλίτσα) του Γράμμου. Η λέξη είναι σλαβικής αρχής (νοτιοσλαβικό kotar) και αφορά το μέρος όπου βόσκουν πρόβατα ή βοοειδή (Ρεμπέλης 1953, 266).
Κουμουτσιούλια, τα: Περιοχή με πολλά μικρά χωράφια, όπως φανερώνει και το τοπωνύμιο που προκύπτει από την ιδιωματική λέξη «κομματσούλι», υποκοριστικό της λέξης «κομμάτι». Μπορεί να αποδοθεί ως «μικροτεμάχια» (Ζιώγας 2013, 230).
Λαπασάνες, οι: Καταγράφηκε ως ονομασία της περιοχής (παραδοτέο 6) απ’ όπου περνούσε μονοπάτι από το Πευκόφυτο προς το Νεστόριο. Συναντάμε τοπωνύμιο Λα(μ)πάνσα, η στα Μαστοροχώρια, από το αρωμουνικό La pansa = στην απλωσιά, στην εκτεταμένη (Ζιώγας 2013,371). Πιθανώς να εξηγεί και την ερμηνεία του τοπωνυμίου, ως μια ομαλή περιοχή, ένα άνοιγμα.
(Στροφή) Λούγκας, η: Σε πολλά τοπωνύμια της περιοχής εμφανίζεται η λέξη λούγκα, που σημαίνει «πλάτωμα, μακριά, εκτεταμένη έκταση» από το αρωμουνικό lunga.
Μπάλιος, ο: Συνήθως χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό μαύρου ζώου με λευκά στίγματα στο μέτωπο ή το αντίστροφο. Από το αλβανικό bal-i, αρωμ. baliu. Ως τοπωνύμιο ενδεχομένως σχετίζεται με την πολυχρωμία στο έδαφος, στα πετρώματα.
Παλιοπρίονο, το: Τοπωνύμιο που δηλώνει ότι στην τοποθεσία υπήρχε εγκαταλελειμμένο υδροπρίονο ή ερείπια αυτού (Ρεμπέλης 1953, 271). Δηλωτικά της παρουσίας υδροπρίονων στην περιοχή είναι και τα τοπωνύμια Πριόνι, Πριόνια και Πριόνι Ρέμα.
Παλιοστρούγκα, η: Για θέση στην οποία παλιά βρισκόταν κάποια στάνη. Η λέξη στρούγκα πέρασε στη νέα ελληνική από το αρωμουνικό strunga (και στα αλβ. strunga).
Παλούμβα: Μικροτοπωνύμιο της περιοχής για ανοιχτό και επίπεδο ύψωμα. Μια εκτίμηση που μπορούμε να κάνουμε (λαμβάνοντας υπόψη και το οικωνύμιο Παλούμπα στη Γορτυνία), είναι ότι προκύπτει από το αλβανικό pëllumb- i= το περιστέρι < το λατιν, palumba.
Πριάσοπος, ο: Τοπωνύμιο για περιοχή με σπαρτά στο χωριό Χρυσή (Ζλάτινα), όπως καταγράφηκε από προφορική μαρτυρία στο πλαίσιο της έρευνας πεδίου (Παραδοτέο 6). Το ίδιο τοπωνύμιο Πρυάσωπος, ο το συναντάμε στο χωριό Ζέρμα και στη Βούρμπιανη ως Πρυάσωπο, το. Η ερμηνεία του Ζιώγα (106,126, 2013) λαμβάνει υπόψη και την ετυμολογία του οικωνυμίου Ζέρμα, με βάση τα σλαβικά θέματα žer-/ žar- που έχουν σχέση με τις έννοιες της φωτιάς, του καμένου, του άνθρακα. Έτσι λοιπόν με αφετηρία τα ελληνικής προέλευσης θέματα πρησ-/πρασ- (=καύση) ερμηνεύεται ως «τόπος με καμένη όψη». Επίσης στην παλ,σλαβ. prjažiti/pražiti= φρύγω, ξεροψήνω, καίω.
Σιουμάρα, η: Στην τοπική γλωσσική ποικιλία «σιούμαρα/σμάρια» ονομάζουν τους πυκνούς θάμνους, τα χαμόκλαδα (Ζιώγας 1953, 109). Η λέξη έχει σλαβική προέλευση, < παλ.σλαβ. šuma (= δάσος), šumarac (= πυκνά χαμόδεντρα).
Τρανά Ισάδια: Τα σιάδια αλλά και τρανά σιάδια είναι ονομασία που συναντάμε στην περιοχή για ίσιο μέρος με χωράφια, για ομαλό οροπέδιο κατάλληλο για κτηνοτροφία (Ζιώγας 2013, 376).
Τρία Καραούλια: Το τοπωνύμιο καταγράφεται με αυτή την ονομασία στην χαρτογράφηση της περιοχής (στο Δημόσιο Κοτύλης, Κοινοτικό Κοτύλης). Από τη συλλογή προφορικών μαρτυριών καταγράφηκε τοπωνύμιο Ντρανκαραούλι, στην ίδια περιοχή της παλιάς Κοτύλης. Το Ντρανκαραούλι ετυμολογείται από το σλαβικό ή αλβανικό tri (= τρία) και την τούρκικης προέλευσης λέξης καραούλι (<τουρκ. karavul -ι). Πρόκειται για το μέρος με τις «τρεις σκοπιές/φρουρές».
5. Φυτωνύμια
Αγκορτσιά: Τοπωνυμία περιοχής στον Νότιο Γράμμο, σημαίνει την «αχλαδιά» ή «γκορτσιά» στις τοπικές γλωσσικές ποικιλίες (< αλβ. gorricë-a = αγριαχλαδιά).
Βρίζες, οι: Τοποθεσία με χωράφια στα νοητά όρια της Κοτύλης. Το τοπωνύμιο για αυτή την καλλιεργημένη έκταση συνδέεται με τη λέξη βρίζα= σίκαλη ( λέξη αγνώστου ετύμου, η οποία μαρτυρείται ήδη από την ελληνιστική κοινή), ένα δημητριακό που καλλιεργούνταν ως ζωοτροφή. Παρόμοιο τοπωνύμιο Βριζαμιές, οι συναντάμε στο κοντινό χωριό Φυτόκο, αναφερόμενο σε τοποθεσία όπου υπήρχαν καλλιέργειες δημητριακών (Ρέμπελης 1953, 260).
Καρυά, η: Περιοχή που πιθανώς ονομάζεται έτσι από το τοπικό καρ(γ)υά, δηλαδή «καρυδιά».
Κλένος, ο: Μικροτοπωνύμιο της παλαιάς Κοτύλης για τοποθεσία με καλύβες βοσκών (όπως καταγράφηκε από τις προφορικές μαρτυρίες της επιτόπιας έρευνας). Στην τοπική γλωσσική ποικιλία κλένος είναι ένα είδος του φυτού «σφεντάμι» (άκερ η σφένδαμος, σλαβ. klen). Είναι συχνό φυτωνύμιο σε πολλά Μαστροχώρια (Ζιώγας 2013, 318). Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και το τοπωνύμιο Κληνιά, τα που καταγράφηκε βάσει μαρτυρίας (παραδοτέο 6) στο Πευκόφυτο.
Ντίνα Κριθάρι, Κριθάρια: Το τοπωνύμιο Κριθάρια αναφέρεται σε «χωραφότοπο υψηλόσταθμο όπου καλλιεργούνταν συνήθως κριθάρι» (Ζιώγας 2013, 337). Η γενική ονόματος που φανέρωνε κάποτε την κτήση της γης δεν είναι άγνωστο φαινόμενο και το βρίσκουμε σε «απολιθωμένα», δηλαδή σημασιολογικά αδιαφανή πια, τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής. Για παράδειγμα βρίσκουμε σε δασική περιοχή της Βούρμπιανης, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ονομασία «(Του) Τζιότζιου (το) λιβάδι» για ένα ομαλό και επίπεδο μέρος στην άκρη του δάσους (Ρεμπέλης 1953, 271).
6. Υδρωνύμια
Βρωμονέρι, το: Ρέμα στην περιοχή της παλιάς Κοτύλης. Την ίδια ονομασία συναντάμε για τα θειούχα νερά/λουτρά σε περιοχές της Κόνιτσας και των Μαστοροχωρίων (Καβάσιλα, Μπελθούκι/Πλεθούκι -σημερινή Πυξαριά-, Καστάνιανη, Πυρσόγιαννη, Βούρμπιανη, Σέλτση). Η ονομασία πιθανώς προέκυψε από τη δυσάρεστη οσμή του θειούχου νερού που αναβλύζει (Ρεμπέλης 1953, 260).
Ζάμπιανη Ρέμα, το: Παρόμοια υδρωνύμια βρίσκουμε στον χώρο της Ηπείρου (π.χ Λάκκος[2]/λακκιά του Ζιάμπου με την ίδια ακριβώς σημασία). Πρόκειται για ρέμα με πολλά βατράχια, καθώς στις τοπικές διαλεκτικές ποικιλίες η ζιάμπα/ζάμπα = βάτραχος. Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης < σλαβ. Žaba (жаба) = βάτραχος, και μαζί με το επίθημα -jάνη δηλώνει την περιεκτικότητα, δηλαδή «μέρος με βατράχια».
Μουτσάλια, τα: Τοπωνύμιο για μέρος κάθυγρο, για υγρότοπο. Παρόμοιο με την ιδιωματική λέξη «μοτσιάλα» = μούσκεμα, και το τοπωνύμιο Μότσιαλη (Ζιώγας 2013, 339). Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μέρος με πολλά χόρτα και λίγο στάσιμο νερό και ετυμολογείται από το σλαβικό moçila = ελώδη μέρη (Ρεμπέλης 1953, 316).
Σαραντάπορος Ποταμός: Παραπόταμος του Αώου, ο οποίος πηγάζει από την «μακεδονική κόγχη του Γράμμου και ρέοντας κυκλοτερώς γύρω από αυτόν, διασχίζει το χώρο των Μαστοροχωρίων. Δε σώθηκε κανένα άλλο όνομά του και μάλλον δεν είχε. Το όνομά του σημαίνει ποτάμι που έχει σαράντα τροφοδότες πόρους» (Ζιώγας 2013, 77).
[1] As "boiler-like area" to slav. *kotьlъ "cauldron/καζάνι", bulg. kotél, skr. kòtao basic form *Kotьlьna (Vasmer, 1941)
[2] Λάκκος στην τοπική διαλεκτική ποικιλία είναι το ρέμα.
Περισσότερα
Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Μπάντιου Ε., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2020. Χαρτογράφηση, επεξεργασία & ερμηνεία αποτελεσμάτων. Παραδοτέο 7. 151 Σελίδες + Παράρτημα
https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del7_ekthesi.pdf