Η πυρκαγιά του 2007


Η δασική πυργκαγιά του 2007

Το 2007 ήταν ένα θερμό και ξηρό έτος, με αποτέλεσμα να σημειωθούν οι μεγαλύτερες πυρκαγιές των τελευταίων ετών, καίγοντας 270.000 ha σε όλη τη χώρα, με τις μεγαλύτερες καταστροφές να σημειώνονται στην Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Αττική, το Πήλιο. Η δασική πυρκαγιά του Γράμμου δεν πήρε αντίστοιχα μεγάλη δημοσιότητα, παρότι έκαιγε για τουλάχιστον 2 εβδομάδες. Σύμφωνα με στοιχεία από την Περιβαλλοντική Οργάνωση «Καλλιστώ», η πυρκαγιά ξεκίνησε από τη διασυνοριακή περιοχή στο Βόρειο Γράμμο και προχώρησε προς τα νότια, καταλήγοντας στην περιοχή της Κοτύλης και της Κυψέλης. Οι μεγαλύτερες καταστροφές εντοπίζονται σε δύο εστίες: η μία στον κεντρικό Γράμμο δυτικά του Πεύκου (ύψωμα Τσάρνο), ενώ η δεύτερη και μεγαλύτερη ταυτίζεται με τον πυρήνα της περιοχής της έρευνας.


Συστάδα καμένης νεαρής Μ. πεύκης, την τελευταία μέρα της πυρκαγιάς (3/8/2007)


Εκτιμήσεις για την έκταση

Σύμφωνα με την απογραφή της «Καλλιστώ», η οποία πραγματοποιήθηκε τις αμέσως επόμενες ημέρες από την πυρκαγιά, κάηκαν συνολικά 1.750 ha, εκ των οποίων 1.300 αμιγή δάση. Από αυτά, με βάση το παραπάνω χάρτη, 1.265 Ha βρίσκονται εντός της περιοχής έρευνας, και συγκεκριμένα γύρω από την Κοτύλη. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 395 ha με επικόρυφη πυρκαγιά και 870 ha με έρπουσα.

Οι καμένες εκτάσεις εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά εντός των δύο συμπλεγμάτων του Δημόσιου και του Δημοτικού Δάσους της Κοτύλης. Σύμφωνα με τη ΔΜ του Δημοτικού Δάσους Κοτύλης (2018), οι καμένες εκτάσεις εντός της περιοχής έχουν ως εξής:

-       678 ha Μ. Πεύκης

-       148,5 ha. Ελάτης

-       178 ha (Οξιάς;)

-       33,5 ha Δρυός

-       145,2 ha χορτολιβαδικών εκτάσεων

Το σύνολο των εκτάσεων εδώ είναι 1.180 ha, αρκετά κοντά με την εκτίμηση της Καλλιστώ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται η έκταση της επικόρυφης και της έρπουσας πυρκαγιάς. Όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος της δασικής έκτασης που κάηκε καλυπτόταν από Μ. Πεύκη, το πλέον πυρόφιλο είδος της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό όμως των ακραίων συνθηκών εκείνης της χρονιάς, ότι κάηκαν ακόμα και εκτάσεις Οξιάς.

Πανοραμική φωτογραφία της καμένης περιοχής (2019)


Υπολογισμός της έκτασης με βάση τη φωτοερμηνεία

Για τις ανάγκες του παρόντος έργου, χρειαζόμαστε μια όσο το δυνατό ακριβή χαρτογράφηση των καμένων δασικών εκτάσεων και ειδικά αυτών που κάηκαν με επικόρυφη πυρκαγιά, των εκτάσεων δηλαδή που καταστράφηκε η βλάστηση. H Διαχειριστική Μελέτη ωστόσο δεν προσφέρει κάποια χαρτογράφηση, ενώ η αντίστοιχη της Καλλιστώ είναι σχετικά αδρή. Για να καταστεί αυτή πιο ακριβής, μπορεί να συνδυαστεί με τα αποτελέσματα της φωτοερμηνείας.

Για να γίνει αυτό, ελέγξαμε προκαταρκτικά τις κατηγορίες που αποδόθηκαν κατά τη φωτοερμηνεία στις εκτάσεις που εμφανίζονται παραπάνω να έχουν υποστεί επικόρυφη πυρκαγιά. επιλέχθηκαν τα πολύγωνα που βρίσκονται εντός ολόκληρης της έκτασης που επλήγη από την πυρκαγιά, ανεξάρτητα αν ανήκει στους πυρήνες της επικόρυφης ή στην περιμετρική ζώνη της έρπουσας, και στη φωτοερμηνεία του 2015:

Στη συνέχεια, έγινε μια εκκαθάριση των πλέον απομονωμένων πολυγώνων ή αυτών που οπτικά δεν φαίνεται να έχουν καεί και έμεινε η παρακάτω περιοχή. Με αυτές τις παραδοχές, έμειναν 872 πολύγωνα συνολικής έκτασης 303,6 ha. Η μεγάλη πλειονότητα των παραπάνω πολυγώνων, πέφτουν εντός ή στην περιφέρεια των καταγεγραμμένων εστιών της επικόρυφης πυρκαγιάς. Η έκταση αυτή αντιστοιχεί στο 25% της συνολικής καμένης έκτασης (κατά την εκτίμηση του Δασαρχείου) και στο 2,84% της συνολικής περιοχής του έργου.

Η συνολική καμένη δασική έκταση μάλλον υποεκτιμάται ελαφρώς, αφού είναι πιθανό για κάποιες εκτάσεις που ήταν ανοιχτές ως το 1970, να είχαν δασωθεί και να κάηκαν το 2007 με επικόρυφη. Ωστόσο, θα δίνει μια ακριβέστερη γεωγραφική αποτύπωση για τα όρια της επικόρυφης κι επίσης ορθότερες αναλογίες για το τί ήταν η βλάστηση που κάηκε και πώς είναι η σημερινή κατάσταση.

Καμένη και μη Μ. Πεύκη, λίγο μετά την πυρκαγιά


Η βλάστηση που κάηκε

Μπορούμε να δούμε το χαρακτηρισμό που είχαν οι καμένες εκτάσεις στη φωτοερμηνεία του 1970. Προκύπτει ότι κάηκαν (με επικόρυφη πυρκαγιά) κυρίως αμιγή δάση Μαύρης Πεύκης (42,2%) ή ενώσεών της κυρίως με Οξιά (34,3%) και δευτερευόντως με Ελάτη (4,6%) και Δρυ (3,22%). Επιβεβαιώνεται επίσης ότι κάηκαν εκτάσεις με Οξιά, αμιγής και κυρίως μεικτές.

Μπορούμε επίσης να δούμε πως εμφανίζονται οι παραπάνω εκτάσεις στην α/φ του 2015, 8 χρόνια μετά την πυρκαγιά. Το 60% χαρακτηρίζεται ήδη ως δασική έκταση, καλυπτόμενη από Μ. Πεύκη και πρόσκοπα φυλλοβόλα, με ίση περίπου εκπροσώπηση. Καταγράφονται ακόμα, σε πολύ χαμηλότερες συχνότητες, Δρυς, οξιές κι έλατα. Τα ευρήματα αυτά είναι απολύτως συμβατά με τα αποτελέσματα από την επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις καμένες εκτάσεις (βλ. παρακάτω). Το υπόλοιπα 40% παραμένει ανοικτό (δηλαδή με κάλυψη <10%) και χαρακτηρίζεται ως λιβάδι ή λιθώνας.


Συμπέρασμα

Τελικά, η δασική πυρκαγιά ήταν μάλλον η μεγαλύτερη καταστροφή για τα δάση της περιοχής, συγκρίσιμη με τις απώλειες από τις πυρκαγιές του Εμφυλίου. Η επίδραση της στο τοπίο ήταν καθοριστική, ειδικά εντός του πυρήνα της περιοχής και της κοιλάδας της Παλιάς Κοτύλης. Η απώλεια χαρακτηριστικών στιγμών του τοπίου, όπως τα αιωνόβια πεύκα πάνω στο γκρεμό του Χάρου, ήταν σοκαριστική για τους ντόπιους. Ωστόσο, σε απόλυτα μεγέθη η απώλεια του δάσους δεν ήταν τεράστια και δεν άμβλυνε τη γενικότερη τάση αύξησής του στην περιοχή και την ευρύτερη περιοχή, όπως δείχνουν τα διαχρονικά αποτελέσματα. Τα ανοίγματα που δημιουργήθηκαν, ή διατηρήθηκαν από την πυρκαγιά, έχουν άλλωστε τη δική τους οικολογική σημασία, σε μια περιοχή που λόγω της εγκατάλειψης σταδιακά ομογενοποιείται προς ένα ενιαίο, κλειστό δασικό σύστημα. Εξάλλου, τα πρώτα δεδομένα μετά τη φωτιά δείχνουν ότι το δάσος αναγεννάται γρήγορα, αν και ταυτόχρονα παίρνει διαφορετικές κατευθύνσεις, με τον τόνο να το δίνουν προς το παρόν τουλάχιστον τα πρόσκοπα φυλλοβόλα είδη.

Ο Χάρος, λίγο μετά την πυρκαγιά (3/8/2007). Διακρίνονται οι καμένες συστάδες Μ. Πεύκης


Δασική αναγέννηση μετά από την πυρκαγιά

Οι καμένες εκτάσεις του 2007, αναδασώθηκαν γρήγορα με φυσικό τρόπο. 12 χρόνια μετά, το 2019 οπότε και πάρθηκαν οι μετρήσεις, μπορούμε να δούμε τα αποτελέσματα της πρώτης αυτής γενιάς αναδάσωσης. Σήμερα, οι εκτάσεις αυτές έχουν καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό: ήδη, στις επιφάνειες που μετρήθηκαν η κάλυψη φτάνει κατά μ.ο. το 63%. Ειδικά στις θέσεις που κυριαρχούν τα πρόσκοπα φυλλοβόλα (Salix caprea, Populus tremula, Acer sp.) η κάλυψη ξεπερνά το 100%, ενώ τα δέντρα φτάνουν τα 3-4 μέτρα. Η Μ.Πεύκη από την άλλη, κυριαρχεί κυρίως στις εκτάσεις που παρέμειναν σχετικά πιο ανοιχτές. Πάντως, η σχετική σύνθεση των ειδών είναι τελείως διαφορετική από αυτή που βλέπουμε στα δάση της περιοχής (βλ. παραπάνω) όπου κυριαρχούν σε συντριπτικό ποσοστό τα 4 βασικά είδη. Κυριότερη διαφορά η έντονη παρουσία των πρόσκοπων φυλλοβόλων, ενώ αξιοσημείωτη είναι γενικά η μεγαλύτερη ποικιλότητα των δασικών ειδών.

Τα αποτελέσματα αυτά αναδεικνύουν κι ένα ενδιαφέρον παράδοξο: η σύνθεση των δενδρωδών ειδών που κυριαρχούν στις ανοιχτές, λιβαδικές εκτάσεις που δασώνονται είναι σαφώς διαφορετική από την αντίστοιχη σύνθεση των ειδών που κυριαρχούν στις καμένες εκτάσεις του 2007 που αναδασώνονται. Η σύγκριση έχει νόημα, αφού οι εκτάσεις που κάηκαν το 2007 με επικόρυφη πυρκαγιά, απογυμνώθηκαν εντελώς, με εξαίρεση λίγα επιζήσαντα ιστάμενα δέντρα, κυρίως πεύκα και έλατα, καθώς και μικρές ομάδες λίγων ατόμων Οξιάς και άλλων ειδών σε ευνοϊκές θέσεις, όπως στις ρεματιές. Ήρθαν έτσι σε μια κατάσταση αντίστοιχη με τις εγκαταλελειμμένες αγροτικές ή λιβαδικές εκτάσεις που δασώνονται στην περιοχή.

Γιδοϊτιά και τρέμουσα λεύκη, στις εκτάσεις που ανααδασώνονται


Και στις δύο περιπτώσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, κυριαρχούν σε σημαντικό βαθμό πρόσκοπα, φωτόφιλα είδη και υπολείπονται τα υπόλοιπα. Ωστόσο, ενώ στις λιβαδικές εκτάσεις κυριαρχεί η άρκευθος και η Μ.Πεύκη με μεγάλη διαφορά, στις καμένες εκτάσεις, μετά την Μ. Πεύκη που διατηρεί την 1η θέση, ακολουθούν από κοντά τα πρόσκοπα φυλλοβόλα είδη Salix caprea, Populus tremula, Acer sp. τα οποία εκπροσωπούνται ελάχιστα στα λιβάδια. Κατά τα άλλα, η Δρυς παραμένει σε σχετικά υψηλά και παρόμοια ποσοστά (7%) και στις δύο περιπτώσεις, η Οξιά επίσης παραμένει σε μέτρια και παρόμοια ποσοστά (3%), ενώ η Ελάτη καταγράφει σημαντικό ποσοστό μόνο στα λιβάδια.

Οι διαφοροποιήσεις αυτές δύσκολα μπορούν να αποδοθούν σε περιβαλλοντικές παραμέτρους, αφού και τα δύο σύνολα επιφανειών έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά: βρίσκονται σε ένα παρόμοιο εύρος υψομέτρων (με μέσο υψόμετρο τα 1385 μ. για τα καμένα και τα 1397 για τα λιβάδια), ενώ δεν κυριαρχεί κάποια συγκεκριμένη έκθεση. Η μόνη σημαντική περιβαλλοντική παράμετρος που διαφέρει είναι η κλίση, αφού οι επιφάνειες στις καμένες εκτάσεις έχουν κατά κανόνα μεγάλες κλίσεις (από 10 ως 90%, με μέσο όρο 33%), ενώ οι λιβαδικές εκτάσεις πολύ μικρές κλίσεις, μικρότερες από 5%.

Πιο γόνιμη είναι η συσχέτιση αυτών των διαφορών με τις πιέσεις της βόσκησης και την ιστορία της κάθε θέσης. Έτσι, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι καμένες εκτάσεις δεν δέχονται κατά κανόνα ισχυρή πίεση από τη βοσκή, καθώς κηρύχθηκαν αναδασωτέες και απαγορεύθηκε η βόσκηση, ενώ οι κλίσεις δεν διευκολύνουν τη μετακίνηση των ζώων. Οι λιβαδικές εκτάσεις αντίθετα, συνεχίζουν ως ένα βαθμό να βοσκούνται, ακόμα κι αν αυτή η πίεση είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στο παρελθόν -για αυτό άλλωστε αυξάνει σταδιακά η κάλυψή τους από δέντρα. Είναι λοιπόν πιθανό ότι ενώ στα λιβάδια η βόσκηση αφαιρεί επιλεκτικά τα άτομα από τα πρόσκοπα φυλλοβόλα, αφήνοντας χώρο για την Άρκευθο, την Μ. Πεύκη και την Ελάτη.

Αναγέννηση της Μ. Πεύκης σε καμένες εκτάσεις, με διασωσμένα δέντρα - σπορείς


Επιτόπια έρευνα

Για την καλύτερη μελέτη της πορείας της δασικής αναγέννησης μετά την πυρκαγιά, πραγματοποιήθηκε και επιτόπια έρευνα. Η δειγματοληψία έγινε σε 20 δειγματοληπτικές επιφάνειες. Το μέγεθος της δειγματοληπτικής επιφάνειας ήταν 500 τ.μ. Εντός της κάθε επιφάνειας καταγράφηκαν το ποσοστό κάλυψης των δεντρωδών ειδών και πραγματοποιήθηκε ανάλυση για τη σχέση μεταξύ της κάλυψης των δασοπονικών ειδών και των περιβαλλοντικών μεταβλητών.

Τα 5 πιο συχνά απαντώμενα δασοπονικά είδη είναι η μαύρη πεύκη (Pinus nigra), η αιγοϊτια (Salix caprea), η τρέμουσα λεύκη (Populus tremula), ο σφένδαμος (Acer sp.) και η δρυς (Quercus sp.). Η οξιά (Fagus sylvatica) και η οστριά (Ostrya carpinifolia) βρίσκονται λίγο πιο κάτω με 7 και 6 εμφανίσεις αντίστοιχα.


Μίξη Μ. Πεύκης και φυλλοβόλων σε καμένες εκτάσεις


Η εμφάνιση του σφενδάμου φαίνεται να συσχετίζεται έντονα με τις πολύ έντονες κλίσεις. Η εμφάνιση της μαύρης πεύκης και της αιγοϊτιάς κατατάσσονται σε αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις στο διάγραμμα κατά μήκος της συνδυαστικής επίδρασης υψομέτρου και έκθεσης. Η μαύρη πεύκη εμφανίζει τις μεγαλύτερες τιμές κάλυψης σε νότιες και παρεμφερείς (ΝΑ, ΝΔ) εκθέσεις, ενώ η αιγοϊτιά εμφανίζει μεγαλύτερες καλύψεις σε βόρειες και παρεμφερείς (ΒΑ, ΒΔ) εκθέσεις. Αντίστοιχα, η αιγοϊτιά εμφανίζει τις μεγαλύτερες καλύψεις της στα μεγαλύτερα (> 1627 μ.) υψόμετρα, ενώ η μαύρη πεύκη στα χαμηλότερα, καθώς εμφανίζει καλύψεις άνω του 20% έως τα 1343 μ.

Από τα υπόλοιπα είδη που εμφανίζουν σημαντικές μέγιστες καλύψεις, η τρέμουσα λεύκη και η οστριά εμφανίζονται αρκετά κοντά στο διάγραμμα CCA. Η τρέμουσα λεύκη εμφανίζει τις μεγαλύτερες καλύψεις (έως 40%) στα 1319 μ. υψόμετρο, ενώ στα μέγιστα υψόμετρα εμφάνισής της, εμφανίζει πολύ χαμηλές τιμές κάλυψης. Η οστριά εμφανίζεται στα χαμηλότερα υψόμετρα και σε μέτριες έως ισχυρές κλίσεις, αλλά εμφανίζει τη μέγιστη κάλυψή της σε μικρή κλίση (15%) και στο μέγιστο υψόμετρο της εμφάνισής της (1423 μ.).

Η δρυς εμφανίζεται στα χαμηλότερα υψόμετρα (1209 - 1459 μ.) και συνήθως σε Ν, ΝΑ και ΝΔ εκθέσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως εμφανίζει τη μεγαλύτερή της κάλυψη στην χαμηλότερη υψομετρικά επιφάνεια στην οποία εμφανίζεται (1209 μ.). Η οξιά εμφανίζει πολύ μικρές τιμές κάλυψης στα 1313 μ. όπου είναι και ελάχιστο υψόμετρο εμφάνισής της. Εμφανίζει τη μέγιστή τιμή κάλυψης στα 1716 μ. υψόμετρο.


Περισσότερα

Κωνσταντίνου Σωτήρης, Αντωνιάδου Σ., Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ.,. 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 1143 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Νικήσιανης Ν., Αντωνιάδου Σ.,. Τσιάρας Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω των Διαχειριστικών Μελετών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 240 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Πουλής Γ., Νικήσιανης Ν., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω Επιτόπιας Έρευνας. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 376 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos3_epitopia.pdf


Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Μπάντιου Ε., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2020. Χαρτογράφηση, επεξεργασία & ερμηνεία αποτελεσμάτων. Παραδοτέο 7. 151 Σελίδες + Παράρτημα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del7_ekthesi.pdf