Πληθυσμός
Τα δεδομένα στην περιοχή 1870 - 1945
Στην περιοχή της ευρύτερης κοιλάδας της Κοτύλης εντοπίζονται διαχρονικά δραστηριότητες που αφορούν το κυνήγι, την υλοτομία, και την κτηνοτροφία. Οι αναφορές σε οικισμούς στη διάρκεια της Βυζαντινής και Οθωμανικής περιόδου, σύμφωνα με την σχετική περί της περιοχής βιβλιογραφία, είναι περιορισμένες και περιγράφουν μικρά χωριά καθώς και σταθμούς εξυπηρέτησης (χάνια, μοναστήρια) όσων διέσχιζαν τον Γράμμο μετακινούμενοι μεταξύ Μακεδονίας και Ηπείρου. Επί σειρά αιώνων οι πλησιέστεροι μεγάλοι οικισμοί της περιοχής είναι τα κεφαλοχώρια του Νεστορίου (ΝΑ) και της Κόνιτσας (Δ) καθώς και η πόλη της Καστοριάς (ΝΑ). Η προφορική συλλογική μνήμη παρουσιάζει δεδομένα που ανατρέχουν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Εξαιτίας λόγων που προκύπτουν από τις ερευνητικές ανάγκες του προγράμματος, στο παρόν κείμενο εστιάζουμε σε δύο περιόδους: 1870 – 1945 και 1945 έως σήμερα. H επιλογή του 1945 ως ορόσημου απαντά και σε υπαρκτές κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές, η επιλογή του 1870 προκύπτει μέσα από τις ανάγκες του ερευνητικού προγράμματος.
Πριν την απελευθέρωση της Καστοριάς (και μέχρι το 1914), τα χωριά Κοτύλη (Κοτέλτσι), Πευκόφυτο (Βίσανσκον ή Βύσανσκον), Μυροβλήτης (Μιροσλάβιστα) και Χρυσή (Σλάτινα) ανήκαν διοικητικά στο Βιλαέτι (γενική διοίκηση) Μοναστηρίου, στο Σαντζάκι (επαρχία) Κορυτσάς, στον Καζά (υποδιοίκηση) Καστορίας,. Η μόνη διαφοροποίηση αφορούσε την κοινότητα: τα τρία πρώτα χωριά ανήκαν στη Ναχιγιέ Χρούπιστα, (μικρή διοικητική μονάδα, υποδιαίρεση του Καζά, δήμος), ενώ η Χρυσή ανήκε στη Ναχιγιέ Βουρβουσκού (Μπόρμποτσκο).1
Τις πρώτες πληροφορίες αυτής της περιόδου για τα παραπάνω χωριά αντλούμε κυρίως από έργα περιηγητών. Συγκεκριμένα, το Κοτέλτσι το 1886 αναφέρεται ως χωριό 150 χριστιανών κατοίκων με εκκλησία και «άθλιο χάνι»2, ενώ το 1905-10 στο χωριό λειτουργεί και αρρεναγωγείο με 30 μαθητές και έναν δάσκαλο σε σύνολο 200 κατοίκων.3 Το Κοτέλτσι αποτελούνταν από δύο οικισμούς, έναν ελληνικό και έναν «αλβανικό», που χωρίζονταν από έναν ποταμό και ενώνονταν από ένα γεφύρι.4 Ο «αλβανικός» οικισμός ήταν η Μιροσλάβιτσα (σλαβομακεδονικό τοπωνύμιο), ο μοναδικός οικισμός της υπό έρευνα περιοχής με μουσουλμάνους κατοίκους (περίπου 20 οικογένειες)5. Στη Σλάτινα – βλάχικο τοπωνύμιο που παραπέμπει στην ύπαρξη βάλτου ή στάσιμων υδάτων - υπήρχαν 500 περίπου χριστιανοί κάτοικοι, εκκλησία και χάνι.6 Σύμφωνα με μια εκδοχή, κτίστηκε γύρω στο 1700 από κτηνοτρόφους που προέρχονταν από την Ήπειρο [ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ: Ελευθερία Τράιου, Τα μονοπάτια του Γράμου, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς, χ.χ., σελ. 43-44]. Το δε Βίσανσκον ή Βύσανσκον το 1886 είχε 170 χριστιανούς κατοίκους7, ενώ το 1905 στην περιοχή αναφέρεται ότι λειτουργούσε πατριαρχικό σχολείο με 20 μαθητές και έναν δάσκαλο (σε σύνολο 150 κατοίκων)8.
Η προφορική μνήμη τοποθετεί τη δημιουργία του Κοτέλτσι μεταξύ 1820 και 1870. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των πληροφορητών μας το χωριό δημιουργείται σταδιακά πάνω σε ακατοίκητα χαλάσματα που προϋπήρχαν. Οι ελληνόφωνοι κάτοικοι προέρχονται από την περιοχή της νότιας Αιτωλοακαρνανίας ενώ οι αλβανόφωνοι από βορειότερες περιοχές της Ηπείρου. Η μετοίκηση των ελληνόφωνων προσδιορίζεται μετά τις καταστροφές του Σουλίου και η μετοίκηση των αλβανόφωνων προσδιορίζεται λίγες δεκαετίες αργότερα. Η προφορική μνήμη αναφέρεται γενικά σε «αρβανίτες». Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι πληθυσμοί των δύο χωριών (Κοτύλη, Πευκόφυτο) έχουν κάποια στιγμή μετακινηθεί από την Ήπειρο. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε λόγω των μουσικών μοτίβων που κυριαρχούν, των ενδυματολογικών μοτίβων που εντοπίσαμε σε φωτογραφίες των αρχών του 20ου αιώνα καθώς και των τοπικών χορών που ακόμα και σήμερα επιβιώνουν. Τα δεδομένα αυτά από μόνα τους δεν θα ήταν αρκετά για τα όποια συμπεράσματα αν δεν επιβεβαιώνονταν και από την προφορική μνήμη.
Οι κάτοικοι των τριών χωριών χαρακτηρίζονται ως «κατσαούνηδες». Ο όρος παραπέμπει σε καταγωγή από ελληνόφωνου Βλάχους της Θεσσαλίας που σταδιακά είχαν εγκατασταθεί και στη νότια Ήπειρο. Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία των χωριών πρέπει να έγινε σταδιακά τον 18ο και τον 19ο αιώνα και διαφορετικής καταγωγής σόγια εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Ορισμένοι κάτοικοι της Χρυσής προέρχονταν από τον χώρο της σλαβοφωνίας που όμως ήδη τελούσε σε παρακμή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το χωριό φαίνεται, βάσει προφορικών μαρτυριών, να είναι παλαιότερο της Κοτύλης και του Πευκόφυτου. Η σλαβοφωνία συνάδει και με την αναφορά των κατοίκων της Χρυσής ως «Εξαρχικών» στη στατιστική του K’nčov. Η μνήμη της αλβανοφωνίας και της σλαβοφωνίας υπάρχει στις αφηγήσεις ορισμένων πληροφορητών μας. Παράλληλα, υπάρχει και η μνήμη της συνειδητής γλωσσικής μεταστροφής και της σταδιακής αποχής από τη σλαβοφωνία και αλβανοφωνία μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος. Οι εξελίξεις αυτές είναι τυπικές στον χώρο των αγροτικών κοινοτήτων της Μακεδονίας του Μεσοπολέμου. Εμείς, στη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, δεν συναντήσαμε αντίστοιχα δείγματα ομιλίας (αλβανοφωνία, σλαβοφωνία). Τα τοπονύμια της περιοχής μοιράζονται ανάμεσα σε αυτά που έχουν τουρκικές καταβολές, σλαβικές καταβολές, ελληνικές καταβολές, βλάχικες καταβολές και αρβανίτικες καταβολές.
Η Κοτύλι αναφέρεται στις πηγές της περιόδου του Μακεδονικού Αγώνα μόνο στα απομνημονεύματα του Βάρδα. Το σώμα του Τσόντου-Βάρδα μπήκε στο Κότελτσι στις 11 Δεκεμβρίου 1904. Το χωριό ήταν «τσιφλίκι 25 οικ. εις δύο συνοικίας χωριζομένας διά ποταμού και ενωμένας διά γεφύρας εξ ων μία Αλβανική και η ετέρα απλή Ελληνική, πέριξ υψούνται όρη Βόιον (Γουρούσια), κεκαλυμμένα ήδη χιόνος, φέροντα πεύκα, έλατα και οξυάς» [Βάρδας Α, 41]. Μια μέρα πριν την είσοδο των ελλήνων ανταρτών, είχε υπογραφεί πρακτικό από τους κατοίκους του χωριού Π. Κοσμά, Ντίνα Γεώργο (Κωνσταντίνο Γεωργίου), Ηλία Γιάννη, Ντίνα Ντόνο, Ντίνα Γιάννη (Κωνσταντίνο Γιάννη ή Μπάρμπας) και τον αρχηγό του ελληνικού σώματος Γιώργο Βάρδα. Το περιεχόμενο του πρακτικού ήταν το ακόλουθο: «Συνελθόντες σήμερον την 10 Δεκεμβρίου 1904, οι αποτελούντες την επιτροπήν επί παρουσία του Αρχηγού των εν Μακεδονία Ελληνικών Σωμάτων, αποφασίσαμεν και παρεδέχθημεν τα εξής: α) το χωρίον διορίζει σκοπούς (καραούλια) διά την φύλαξιν των σωμάτων οσάκις έρχονται, β) θα χορηγή κατάλυμα εις τα σώματα, γ) θα χορηγή άρτον εις τα σώματα, δ) ο δε Αρχηγός αναλαμβάνει και την υποχρέωσιν να πληρώνει δύο οδηγούς, οίτινες θα είναι και ταχυδρόμοι προς εικοσόφραγκον κατά μήνα έκαστον» [Αρχείο Βάρδα, φ. 17-19].
Ας έχουμε πάντα υπόψη μας ότι ο χαρακτηρισμός «Αλβανοί» και «Έλληνες» στο ιστορικό συγκείμενο της τότε εποχής δεν αφορά τις ομιλούσες γλώσσες των πληθυσμών αλλά γίνεται με βάση το θρήσκευμα. Οι αλβανόφωνοι χριστιανοί της Δυτικής Μακεδονίας νοούνταν ως «αρβανίτες» ενώ οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι ως «Αλβανοί». Ας λάβουμε επίσης υπόψη ότι οι απογραφές πληθυσμών του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα αποδίδουν μια ενδεικτική εικόνα της πραγματικότητας και όχι την πραγματικότητα. Τα παρεχόμενα στοιχεία είναι συχνά επιλεκτικά και εξυπηρετούν τις εθνικές προτεραιότητες του συγγραφέα της κάθε μελέτης.
Ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στην Καστοριά στις 11 Νοεμβρίου 1912. Το 1918 οι οικισμοί Μιροσλάβιστα, Βίσαντσκο και Σλάτινα αποτέλεσαν μία κοινότητα (κοινότητα Σλάτινας), ενώ το Κοτέλτσι αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα (κοινότητα Κοτελτσίου) μαζί με τους οικισμούς Τούχουλη (Πεύκος) και Δράνοβον (Γλυκονέρι).9 Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακολουθήσασα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, (Συνθήκη της Λωζάνης), το 1924 αποχώρησαν 15 οικογένειες μουσουλμάνων κατοίκων από τη Μιροσλάβιστα (35 άτομα).10 Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για άφιξη προσφύγων από τη Μ. Ασία στην περιοχή. Ακόμα και στον Μυροβλήτη, όπου υπήρχαν μουσουλμάνοι (και συνήθως τα εδάφη που εγκατέλειπαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί προορίζονταν για τους νεήλυδες πρόσφυγες11), δεν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Εικάζεται ότι κάποιοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης ή της γειτνίασης με τα αλβανικά σύνορα,12 γεγονός που ίσως τους βοήθησε να χαρακτηριστούν ως «Αλβανοί Μουσουλμάνοι». Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να διασταυρωθεί χωρίς μελέτη των φακέλων των οικισμών που υπάρχουν στα σχετικά αρχεία.
Παράλληλα με τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, τη δεκαετία 1920-1930 τα χωριά υπέστησαν ποικίλες αλλαγές. Πρώτα απ’ όλα, μετονομάστηκαν. Η Σλάτινα μετονομάστηκε Χρυσή [ΦΕΚ 413 / 22.11.1926], το Κοτέλτσι έγινε κοινότητα Κοτύλης [ΦΕΚ 206 / 28.9.1927], το Βίσανσκο μετονομάστηκε Πευκόφυτο [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928] και η Μιροσλάβιτσα Μυροβλήτης [ΦΕΚ 156 / 8.8.1928]. Την ίδια εποχή, δηλαδή τέλη της δεκαετίας, σημειώθηκαν διοικητικές μεταβολές: η Κοτύλη (η οποία στην απογραφή του 1928 είχε αστυνομικό σταθμό, ταχυδρομικό γραφείο και δημοτικό σχολείο), αποτέλεσε την κοινότητα Κοτύλης μαζί με το Γλυκονέρι [πρώην Δρ(ι)άνοβο, 130 κάτοικοι στην απογραφή του 1928] και τον Μυροβλήτη (1928)13. Πευκόφυτο και Χρυσή (η οποία επίσης είχε ταχυδρομείο και δημοτικό σχολείο στην απογραφή του 1928) αποτέλεσαν την κοινότητα Χρυσής.14 Παράλληλα, το 1927 η υποδιοίκηση Καστοριάς (του Νομού Φλώρινας) στην οποία ανήκαν από την απελευθέρωση και μετά, μετατράπηκε σε επαρχία (επαρχία Καστορίας), ενώ το 1941 η περιοχή αποσχίστηκε από τη Φλώρινα και ενσωματώθηκε στον Νομό Καστοριάς.15
Παρά τις μεταβολές του πληθυσμού και την αλλαγή την ένταξη της περιοχής στο ελληνικό κράτος, η παραγωγική δομή, τα εμπορικά δίκτυα και οι υποδομές στην περιοχή δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις από τα τέλη του 19ου και μέχρι το Β’ Π.Π. Οι τοπικές κοινότητες συγκροτούνται στη λογική της αυτάρκειας, των γαμήλιων ανταλλαγών με γειτονικά χωριά και μιας σχετικής ενδογαμίας, της εξάρτησης από πελατειακά δίκτυα που «κοιτούν» προς το Νεστόριο και την Καστοριά παρά προς την Κόνιτσα. Προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν τη συνέχεια θεσμικών ρόλων στην περιοχή. Για παράδειγμα, μια πληροφορήτρια μας ανέφερε ότι ο παππούς της ήταν «δασοφύλακας» και πριν και μετά το 1912. Τα αποτελέσματα των εκλογών που πραγματοποιούνται σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου δείχνουν τη σταθερότητα των δομών εξουσίας που είχαν εγκατασταθεί από τους Πατριαρχικούς στην περιοχή και «μεταφέρθηκαν» στη συντηρητική παράταξη.
Τα τρία αυτά χωριά βασίζουν την οικονομία τους στην αυτάρκεια και στο περιορισμένο εμπόριο με γειτονικούς οικισμούς. Η δομή της οικογένειας είναι πατρογραμμική, πατροτοπική με απόδοση προίκας. Το νοικοκυριό περιέχει τους γονείς, τα παιδιά και ενίοτε τους γονείς του συζύγου. Η προφορική μνήμη προσδιορίζει το μέγεθος ενός συνηθισμένου νοικοκυριού στα 6 – 10 άτομα. Κυριαρχούν συγκεκριμένα επίθετα που παραπέμπουν σε σόγια. Υπάρχουν αναφορές πληροφορητών που εξηγούν ότι υπήρξε μεταβολή ορισμένων επιθέτων μετά το 1912. Δεν είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε την έκταση αυτών των αλλαγών χωρίς μελέτη των Οθωμανικών αρχείων. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνοποίηση των επιθέτων ήταν μια κοινή πρακτική στην ελληνική Μακεδονία του Μεσοπολέμου. Οι πληροφορητές μας ανέφεραν, για παράδειγμα, την ελληνοποίηση του επιθέτου Τίλιος σε οικογένειες της Κοτύλης. Τα σόγια συγκροτούν γειτονιές που φέρουν το όνομα τους. Στην Κοτύλη, για παράδειγμα, κυριαρχούν τα σόγια Ευαγγέλου και Δημητρίου ενώ υπάρχουν και τα σόγια Ιωάννου, Γεωργίου, Κοσμά, Χρήστου, Νίκου, Κωνσταντίνου, Νικολάου, Αθανασίου, Πέτρου. Τα σόγια έχουν αίσθηση της κοινής τους καταγωγής και η συγγένεια συνιστά, σε συμβολικό και κοινωνικό επίπεδο, έναν από τους πιθανούς μηχανισμούς εξασφάλισης κοινωνικής αλληλεγγύης. Αρκετοί πληροφορητές μας αναφέρουν την ύπαρξη θρησκευτικής γιορτής όπου το κάθε σόι «δέχονταν» και προσέφερε γεύμα στους συγχωριανούς από άλλα σόγια. Ο θεσμός αυτός συναντάται στα Βαλκάνια ως «Σλάβα» και χαρακτηρίζει κυρίως τους σλαβικών καταβολών αγροτικούς πληθυσμούς. Υπάρχει μια σχετική ενδογαμία αλλά και σταθερά δίκτυα γαμήλιων ανταλλαγών ανάμεσα στους οικισμούς. Οι νύφες στην περιοχή προκύπτουν από ένα δίκτυο που έχει ως συντεταγμένες τα χωριά Κοτύλη, Μυροβλήτη, Πευκόφυτο, Χρυσή, Πεντάβρυσος, Κάντσκο (Δροσοπηγή), Ζούζουλη (Επταχώρι), Κυψέλη και σπανιότερα από το Νεστόριο. Υπάρχουν βέβαια επιμέρους διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον οικισμό.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία των απογραφών, η αύξηση του πληθυσμού φτάνει στο απόγειο της λίγο πριν το Β’ Π.Π. Η προφορική μνήμη αναφέρει 80 σπίτια στην Κοτύλη και την Χρυσή και 50 σπίτια στο Πευκόφυτο στη δεκαετία του 1930. Η αύξηση αυτή σε συνδυασμό με τις ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες οδηγεί ορισμένου κατοίκους και των τριών οικισμών σε υπερπόντια μετανάστευση στην Αμερική και στον Καναδά στη δεκαετία του 1930. Οι μετανάστες προσφέρουν στα χωριά τους όχι μόνο λόγω των εμβασμάτων που στέλνουν στις οικογένειες αλλά και μέσω δωρεών. Μας αναφέρθηκε ότι η εκκλησία της Κοτύλης κατασκευάστηκε με δωρεές που προσέφεραν μετανάστες που είχαν πάει στην Αμερική. Όπως επισημάναμε και παραπάνω, οι αναφερόμενοι ως «αλβανικών φρονημάτων» κάτοικοι του Μυροβλήτη πρέπει να έχουν προκύψει από εξαίρεση της ανταλλαγής πληθυσμών του 1922. Η σύνδεση των τριών οικισμών με το ελληνικό κράτος προκύπτει μέσω της οργάνωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης, της ύπαρξης σχολείων και ταχυδρομικών γραφείων, της ύπαρξης «δασοφύλακα» (δηλ. αγροφύλακα), των πελατειακών σχέσεων με πολιτευτές της Καστοριάς. Η εθνική κοινωνικοποίηση προκύπτει μέσω της στρατιωτικής θητείας των ανδρών και της σχολικής φοίτησης των παιδιών. Σχολεία αναφέρονται και στα τρία χωριά. Στην περίπτωση της Κοτύλης το σχολείο αποτελείται από μια αίθουσα και ένα γραφείο του δασκάλου στο ίδιο οίκημα με τα γραφεία της Κοινότητας.
Η κοινωνικότητα ενέχει έμφυλες διαστάσεις (άντρες στο καφενείο, γυναίκες σε παρέες στο σπίτι) και ενισχύεται από τον ετήσιο θρησκευτικό κύκλο, τα τοπικά πανηγύρια, τη μετάβαση στο παζάρι του Σαββάτου στο Νεστόριο, τις γιορτές τύπου «Σλάβα», τις τελετές του ατομικού κύκλου ζωής, τις επισκέψεις λιανεμπόρων («πραγματευτάδες») που προέρχονταν από το Νεστόριο, τα Πεύκα τη Ζέρνα, το Λούτσκο, το Βόιο και το Πεντάβρυσσο. Η διατροφή βασίζονταν στην τοπική παραγωγή και το κύριο εισαγόμενο είδος είναι το κρασί. Αρκετά φρούτα «ξεραίνονταν» ή γίνονταν κομπόστα και αρκετά λαχανικά γίνονταν τουρσί.
Τα δεδομένα στην περιοχή 1945 έως σήμερα
Η περιοχή μελέτης δεν αποτελεί πεδίο μάχης το 1940 – 1941. Αποτελεί όμως βασικό σημείο συγκέντρωσης ανταρτικών ομάδων την περίοδο 1943 – 1945 και κύριο θέατρο του εμφυλίου πολέμου την περίοδο 1946 – 1949. Θυμίζουμε ότι ένα από τα γεγονότα που «εγκαινιάζουν» τον Εμφύλιο είναι η εκτέλεση του αποσπάσματος Χωροφυλακής της Κοτύλης. Τα βασικά περιστατικά του Εμφυλίου που αφορούν ειδικά την Κοτύλη είναι τα εξής:
- 19/7/1946: Ο ΕΛΑΣ προχωρά στη σύλληψη και εκτέλεση του Προέδρου Κοτύλης «υποψηφίου οπλαρχηγού της αντίδρασης στην ορεινή περιοχή Γράμμου» και στον αφοπλισμό «ομάδας εθνικοφρόνων» από 11 άτομα στο χωριό Κοτύλη.
- 31/8 και 9/4 1946: Παρουσία δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο χωριό.
- 1/9/1946: Χτύπημα του ΕΛΑΣ σε διμοιρία στρατού και Χωροφυλακής στη φρουρά του εκλογικού κέντρου Κοτύλης. Υπήρξαν 42 αιχμάλωτοι στρατιώτες, 14 αιχμάλωτοι χωροφύλακες και 1 τραυματίας στρατιώτης. Απ’ αυτούς εκτελέστηκαν 9 χωροφύλακες και «ένας στρατιώτης της συμμορίας Μαγγανά». Η εκτέλεση έγινε σε σημείο όπου σήμερα υπάρχει μνημείο, πλησίον του Κέντρου Εθνικής Συμφιλίωσης.
- 26/10/1946: Οι ομάδες του ΕΛΑΣ προχωρούν σε κατάσχεση της περιουσίας του εκτελεσθέντος προέδρου Κοτύλης («1500 οκ. σιτάρι, σίκαλι, καλαμπόκι, 50 γιδοπρόβατα, 7 γελαδικά, 1 μουλάρι»).
Η κυριαρχία των ένοπλων ομάδων του ΕΛΑΣ στην περιοχή προκαλεί αντίποινα. Σε υπόμνημα του ΔΣΕ αναφέρεται ότι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και συγκεκριμένα στην περίοδο 23-30/11/1946 σκοτώθηκε στην Κοτύλη από χωροφύλακες ο Θ. Γκούτης, βασανίστηκαν απάνθρωπα οι Γ. Ηλίας, Γ. Στεργίου, Π. Αντωνίου, Α. Κοσμάς, και Ν. Νικολάου και φυλακίστηκε ο Χ. Στεργίου. «Πλιατσικολογήθηκαν» αριστερών φρονημάτων κάτοικοι και συγκεκριμένα ο ιερέας Ι. Παπαδόπουλος, ο Ν. Νικολάου, ο Θ. Στεργίου («του πάρθηκαν 15 γιδοπρόβατα), ο Γ. Στεργίου («500 οκάδες στάρι»), ο Ε. Θεοδώρου («20 οκάδες βούτυρο») ενώ όλο το χωριό αναγκάστηκε να αποδώσει «3.000 οκάδες ψωμί». (ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ Υπόμνημα ΔΣΕ 1947: Έτσι άρχισε ο εμφύλιος - Η έκθεση του Δημοκρατικού Στρατού στον ΟΗΕ τον Μάρτιο του 1947, Αθήνα 1987 Η σχετική με τα γεγονότα του Εμφυλίου βιβλιογραφία για την περιοχή είναι πλούσια αλλά εστιάζει κυρίως στα πολεμικά γεγονότα. Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι οι πολεμικές επιχειρήσεις αλλά οι συνέπειες τους στις κοινωνίες και στο περιβάλλον της περιοχής.
Οι οικισμοί της περιοχής μελέτης επηρεάζονται ποικιλοτρόπως από τις συνέπειες του Εμφυλίου. Ο Μυροβλήτης καταστρέφεται ολοκληρωτικά και εγκαταλείπεται από τους κατοίκους στη διάρκεια του Εμφυλίου. Η Χρυσή εκκενώνεται περιστασιακά και σταδιακά αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι επιστρέφουν το 1950. Αρκετά παιδιά από την Χρυσή είχαν μεταφερθεί σε παιδουπόλεις και επέστρεψαν το 1953 – 1954. Το Πεύκο εκκενώνεται τον Μάιο του 1947 και οι περισσότεροι κάτοικοι επιστρέφουν το 1950. Στη διάρκεια των εκκενώσεων οι κάτοικοι ζουν στο Νεστόριο, τη Μεσοποταμία και το Μανιάκοι.17 Η Κοτύλη βομβαρδίζεται χωρίς όμως να υποστεί σημαντικές καταστροφές από τις βολές του πυροβολικού του ΔΣE και βόμβες της αεροπορίας του κυβερνητικού στρατού. Οι μαρτυρίες δείχνουν ως βασικό στόχο την εκκλησία που δέχεται βομβαρδισμό αλλά δεν καταρρέει. Το χωριό εκκενώνεται τον Μάιο του 1947 και εγκαταλείπεται πλήρως πριν τις μεγάλες μάχες του Γράμμου το 1949. Ορισμένες οικογένειες αριστερών φρονημάτων φέρεται να παρέμειναν στο χωριό την περίοδο 1947 - 1949. Οι εν λόγω οικογένειες, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, είχαν σχέσεις με τον τοπικό καπετάνιο του ΕΛΑΣ και αργότερα Αντισυνταγματάρχη του ΔΣΕ Γιώργο Γιαννούλη από το Επταχώρι (1915 – 1948).
Μερική επιστροφή των κατοίκων της Κοτύλης γίνεται το 1950 - 1951. Βρίσκουν τα σπίτια τους με φθορές και μέχρι να τα επισκευάσουν έμεναν σε καλύβες. Αρκετοί κάτοικοι, κατόπιν ενθάρρυνσης και φορέων της περιοχής, αποφασίζουν να μην επιστρέψουν στην Κοτύλη αλλά να ιδρύσουν νέο οικισμό στην περιοχή της σημερινής Νέας Κοτύλης. Η ενθάρρυνση αυτή είναι λογική δεδομένου του κλίματος της εποχής που φοβόταν αναζωπύρωση της ένοπλης δράσης του ΔΣΕ και υπολόγιζε τις δυνατότητες τροφοδοσίας που οι ορεινοί οικισμοί είχαν προσφέρει στον ΕΛΑΣ και αργότερα στο ΔΣΕ. Οι κάτοικοι Κοτύλης διαιρέθηκαν. Όσοι ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία επέλεξαν να επιστρέψουν στην Κοτύλη. Σημειωτέο ότι ένας πληροφορητής μας υπολόγισε ότι η Κοτύλη είχε το 1946 – 1947, στην απαρχή του Εμφυλίου, περίπου 7.000 γιδοπρόβατα και 250 μουλάρια και γελάδες. Σύμφωνα με άλλον πληροφορητή, ο αριθμός των γιδοπροβάτων μπορεί να πλησίαζε και τα 15.000 ζώα. Επαναλειτουργεί σχολείο αλλά ιδρύεται και νέο σχολείο στη Νέα Κοτύλη. Σταδιακά, η Κοτύλη εγκαταλείπεται και η πλειοψηφία των κατοίκων εγκαθίσταται στη Νέα Κοτύλη και στην Καστοριά (κυρίως στο Μανιάκοι). Μετά το 1970 – 1971 στην Κοτύλη ζουν μόνο 2-3 οικογένειες κτηνοτρόφων. Από τα τέλη του 1980 στο χωριό ζουν μόνο βοσκοί και κάποια σπίτια έχουν μετατραπεί σε στάνες. Από τα μέσα του 1970 παύει η καλλιέργεια των χωραφιών πέριξ της Κοτύλης. Τα σπίτια του οικισμού καταστρέφονται σταδιακά διότι αφαιρείται η πέτρα και χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό. Η φωτιά του 2007 θα καταστρέψει τα τελευταία σπίτια του οικισμού.
Η Νέα Κοτύλη χτίστηκε σε χωράφια που ήταν ιδιοκτησία των κατοίκων της Κοτύλης. Επιπλέον τίτλοι ιδιοκτησίας, συνολικής έκτασης 7 στρεμμάτων ανά οικογένεια, αποδόθηκαν σε όσους επέλεξαν να εγκατασταθούν μόνιμα στο χωριό στη δεκαετία του 1950. Η περιοχή κρίθηκε κατάλληλη για τη δημιουργία του οικισμού λόγω των γόνιμων χωραφιών, της ύπαρξης πηγής με άφθονο νερό, της συνεχούς ηλιοφάνειας που υπάρχει και της εγγύτητας στην οδό που οδηγεί προς το Νεστόριο. Στη Νέα Κοτύλη κατασκευάζονται σταδιακά δρόμοι μεγάλου πλάτους, πολλές βρύσες, σχολείο και κοινοτικό κατάστημα, καφενείο – ταβέρνα και εκκλησία.
Οι καταστροφές που επέφεραν οι σφοδροί βομβαρδισμοί και οι εμπρηστικές βόμβες σε όλη την περιοχή του Γράμμου καθώς και η ύπαρξη αχαρτογράφητων ναρκοπεδίων περιόρισαν τις δυνατότητες πρόσβασης των κατοίκων σε ορισμένες περιοχές (ορεινά μαντριά, μονοπάτια κλπ.).16 Οι συνέπειες στην περιοχή είναι απολύτως καθοριστικές: οι τοπικές κοινότητες δεν ανασυγκροτούνται κοινωνικά και παραγωγικά, υπάρχει μια συνεχής μείωση του πληθυσμού, παρατηρείται εγκατάλειψη χωραφιών και βοσκοτόπων, αναπτύσσεται δάσωση μονοπατιών, χωραφιών και οπωρώνων, αυξάνεται η αλλοίωση (καθιζήσεις) του εδάφους. Οι πληθυσμοί των χωριών μειώνονται τόσο λόγω της αυξημένης θνησιμότητας, λόγω της αποχώρησης ορισμένων οικογενειών που ακολούθησαν την υποχώρηση του ΔΣΕ προς την Αλβανία, λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό στη δεκαετία του 1960 και λόγω της απόφασης ορισμένων κατοίκων να μην επιστρέψουν στα χωριά τους μετά τις εκκενώσεις στη διάρκεια του Εμφυλίου. Ο πίνακας 4 παρουσιάζει τις μεταβολές πληθυσμού την περίοδο 1945 – 2011. Το 1964 έγινε καθίζηση στα εδάφη του Πευκόφυτου και με απόφαση του Νομάρχη οι περισσότεροι κάτοικοι μετοίκησαν στο χωριό Μανιάκοι. Στο ίδιο χωριό (και για τον ίδιο λόγο) μετοίκησαν σταδιακά και κάτοικοι της Χρυσής, του Πεύκου, της Νέας Κοτύλης, της Ζούζουλης κ.α. δημιουργώντας νέες συνοικίες.18 Περαιτέρω μεταβολές στο τοπίο προκύπτουν και από τη μεγάλη φωτιά του 2007. Στις 18 Ιουλίου 2007 σημαντικές εκτάσεις στο Δήμο Νεστορίου (Κοτύλη, Κυψέλη, Γούλιο, Λιβάδια και Κόζιακα), στο Δήμο Αρρένων, στο Δήμο Βιτσίου, έγιναν στάχτη. Η φωτιά που έκαιγε για 20 μέρες σημάδεψε βαριά ορισμένα από τα δάση και τις βουνοκορφές της Πίνδου. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς της Διεύθυνσης Δασών Καστοριάς - δεν έχει γίνει ακόμη τελική εκτίμηση - στην περιοχή της Κοτύλης κάηκαν περίπου 13.000 στρέμματα Δημόσια και Κοινοτικά Δάση. Κοιτώντας πάνω από την τοποθεσία Χάρος, «φαινόταν όλη η λεκάνη της παλιάς Κοτύλης κατεστραμμένη». Η μείωση του πληθυσμού αντανακλώνται και στις μεταβολές της οργάνωσης των θεσμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Η Νέα Κοτύλη αναγνωρίζεται ως οικισμός, υπαγόμενος στην Κοινότητα Κοτύλης, το 1951. Κατόπιν διαδοχικών μεταβολών, η σημερινή κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής: (α) η Νέα Κοτύλη αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Νεστορίου, (β) το Πεύκος αποτελεί Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Νεστορίου, (γ) το Πευκόφυτο και η Χρυσή υπάγονται στο Δημοτικό διαμέρισμα Αρρένων του Δήμου Νεστορίου.
Το μετεμφυλιακό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον καθώς και η δραματική μείωση του πληθυσμού των τριών χωριών της περιοχής οδηγεί στην ελαχιστοποίηση της σημασίας των όποιων διαφορών υπήρχαν εξαιτίας γλωσσικών και πολιτισμικών καταβολών των πληθυσμών. Η διάλυση του Μυροβλήτη συνεπάγεται και την οριστική εξαφάνιση μουσουλμανικών πληθυσμών από την περιοχή. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες ο κύκλος των γαμήλιων ανταλλαγών προεκτείνεται πέραν των κοινωνικών δικτύων που υπήρχαν από τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Το αυτό ισχύει και για τα εμπορικά δίκτυα. Η οικονομία της αυτάρκειας του νοικοκυριού κλείνει τον κύκλο της στη δεκαετία του 1960. Αυτό συνεπάγεται και μείωση της σημασίας του σογιού ως μηχανισμού αλληλεγγύης.
Ο σημερινός οδικός άξονας που συνδέει τα τρία χωριά κατασκευάζεται στη διάρκεια του Εμφυλίου από μονάδες του Μηχανικού του κυβερνητικού στρατού. Ο δρόμος ακολουθεί την χάραξη του προηγούμενου μονοπατιού που ήταν, σε πολλά σημεία του, βατό και από φορτηγά στην προπολεμική περίοδο. Η οδός αυτή θα ασφαλτοστρωθεί και θα διαπλατυνθεί σταδιακά και με εργασία που προσφέρουν οι κάτοικοι των χωριών. Μεταβολές παρατηρούνται και στην κατασκευή των σπιτιών. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούν υλικά που ξέμειναν από τον Εμφύλιο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η χρήση συρματοπλέγματος ως περίφραξης, η χρήση της λαμαρίνας για σκεπές και η εισαγωγή του τούβλου στις οικοδομικές εργασίες. Τα τρία χωριά έχουν σχολεία που διατηρούν την οργανικότητα τους μέχρι τις δεκαετίες του 1990 και 2000. Στη Χρυσή το σχολείο επαναλειτούργησε το 1954 και έφτασε του 100 μαθητές. Μεγαλύτερο από αυτά τα σχολεία ήταν το Δημοτικό Σχολείο Νέας Κοτύλης που έφτασε να έχει 105 μαθητές. Από τη δεκαετία του 1970 στα τρία χωριά εμφανίζονται και παντοπωλεία που λειτουργούν διακριτά από τα καφενεία. Σήμερα υπάρχουν δύο μπακάλικα και δύο καφενεία – ταβέρνες στην Χρυσή, ένα καφενείο – ταβέρνα στο Πεύκο και ένα καφενείο – ταβέρνα στη Νέα Κοτύλη (λειτουργεί περιστασιακά).
Η κοινωνικότητα συνεχίζει να ενέχει έμφυλες διαστάσεις και ακολουθεί τον ετήσιο θρησκευτικό κύκλο, τη μετάβαση στο παζάρι του Σαββάτου στο Νεστόριο και τις τελετές του ατομικού κύκλου ζωής. Η διαφοροποίηση από την προπολεμική περίοδο έγκειται στη δυνατότητα μετάβασης για διασκέδαση και αγορές κάθε Σάββατο – Κυριακή στην Καστοριά καθώς και στη σημασία των θερινών μηνών. Τους θερινούς μήνες τριπλασιάζεται ο πληθυσμός στη Νέα Κοτύλη και στο Πεύκο και διπλασιάζεται ο πληθυσμός στη Χρυσή. Η πλέον σημαντική ετήσια στιγμή τελετουργικής ανάπτυξης της κοινωνικότητας είναι πλέον τα θερινά πανηγύρια όπου συναντιόνται όσοι ζουν στα χωριά και όσοι κατάγονται από τα χωριά και ζουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Περισσότερα
Αγγελόπουλος Γ., Γελάνη Ε., Σαρικούδη Γ., 2020. Έκθεση μελέτης πολιτισμικής κατασκευής του τοπίου. Παραδοτέο 6. 19 Σελίδες + Παραρτήματα
https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_6.pdf