Τα ποτάμια της περιοχής

Καθώς όλη η περιοχή του έργου βρίσκεται στη νότια πλευρά του Γράμμου, ανήκει στη λεκάνη απορροής του ποταμού Σαραντάπορου (η βόρεια πλευρά του βουνού αντίστοιχα τροφοδοτεί τον Αλιάκμονα). Δύο είναι οι βασικοί παραπόταμοι: ο ένας κλάδος ξεκινά από την κοιλάδα της Παλιάς Κοτύλης και ακολουθεί τον κεντρικό δρόμο, ενώ ο δεύτερος στραγγίζει τη μεγάλη κοιλάδα στην ανατολική έκθεση των Αρένων, όπου βρίσκονται και οι οικισμοί του Μυροβλήτη (Μυροσλαβίτσα), του Πευκόφυτου (Βίσανσκο) και της Χρυσής (Σλάτινα).

Η κοιλάδα του ρέματος "Βρωμονέρι", αρχικού παραπόταμου του Σαραντάπορου, ο οποίος κυλάει από την Παλιά Κοτύλη προς την Κόνιτσα.


Οι δύο αυτοί κλάδοι συναντιούνται λίγο κάτω από τη Χρυσή, δημιουργώντας ουσιαστικά τον Σαραντάπορο, ο οποίος στη συνέχεια περνάει από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας για να συναντήσει τον Αώο, κοντά στα σύνορα της Ελλάδας και της Αλβανίας. Ο Αώος πια, συνεχίζει την πορεία του στην Αλβανία μέχρι να χυθεί τελικά στην Αδριατική.



Μέσα στην περιοχή έρευνας, καταγράφηκαν συνολικά 167 χιλιόμετρα από διαμορφωμένες κοίτες ρεμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά διαθέτουν ροή νερού όλο το χρόνο και φιλοξενούν πληθυσμούς από ψάρια γλυκού νερού, ενώ συναντάμε και έναν υγιή πληθυσμό από βίδρες (βλ. αντίστοιχα επίπεδα).

Όπως και το ανάγλυφο, οι κοίτες των ρεμάτων έχουν αλλάξει λίγο στη μικρή περίοδο που εξετάζουμε. Κάθε τόσο, μια κοίτη μπορεί να διευρύνεται, συνήθως από μια μεγάλη πλημμύρα που κατέβασε έναν ασυνήθιστο όγκο από πέτρες και φερτά υλικά, ενώ, με το πέρασμα των χρόνων οι παλιές κοίτες αρχίζουν σταδιακά να δασώνονται. Οι αλλαγές αυτές είναι ωστόσο είναι μικρές για να αποτυπωθούν στις αεροφωτογραφίες και τους χάρτες, οπότε θα δείτε το ίδιο αρχείο σε όλες τις δεκαετίες.


Ένα χαρακτηριστικό ορεινό ρέμα της περιοχής, κάτω από τις Αρένες, φουσκωμένο από το νερό, κατά την άνοιξη.


Παραποτάμια βλάστηση

Κατά το μεγαλύτερο μήκος, στις όχθες τους επικρατεί παραποτάμια βλάστηση από δέντρα όπως Σκλήθρα, Ιτιές και Λεύκες. Πραγματοποιήσαμε λοιπόν μια μικρή επιτόπια έρευνα για να διευκρινίσουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά της.

Μεθοδολογία

Επιλέχθηκαν 12 δοκιμαστικές επιφάνειες, σε διάφορα ρέματα της περιοχής. Κάθε δοκιμαστική επιφάνεια είχε μέγεθος περίπου 300 τ.μ.. Μετρήθηκε η ποσοστιαία κάλυψη των ειδών του δενδρώδους ορόφου (0-100%), ενώ καταγράφηκαν οι περιβαλλοντικές μεταβλητές υπερθαλάσσιο υψόμετρο (μ.), είδος παρακείμενης βλάστησης (κυρίαρχο είδος) και ροή του υδάτινου σώματος. Η καταγραφή της ροής έγινε με τη χρήση μίας ad hoc 6-βάθμιας ordinal κλίμακας 0-5 (0 χωρίς ροή, 5 ο κεντρικός παραπόταμος της περιοχής).

Το ρέμα κάτω από το Πευκόφυτο, με χαρακτηριστική παραποτάμια βλάστηση


Αποτελέσματα

Συνολικά εμφανίζονται 8 είδη στον δενδρώδη όροφο.Τα πιο συχνά παρατηρούμενα δενδρώδη είδη εντός των επιφανειών είναι τα Salix alba (n=7), Fagus sylvatica (n=6), Alnus glutinosa (n=4) και Abies xborisii-regis (=4). Κατηγοριοποιώντας τα είδη σε σε παρόχθια, δασικά και αγροτολιβαδικά, τα παρόχθια είδη εμφανίζονται σε n=11 επιφάνειες, τα δασικά σε n=15 επιφάνειες και τα αγροτολιβαδικά σε n=1 επιφάνεια.

Η κυριαρχία των δενδρωδών ειδών στα υδάτινα σώματα της περιοχής μελέτης (ρέματα και ποτάμι) διαμορφώνεται από το υψόμετρο και τη ροή του υδάτινου σώματος.

Το υψόμετρο των 1300 μ. εμφανίζεται ως το κατώφλι, κάτω από το οποίο, κυριαρχούν τα παρόχθια υγρόφιλα είδη, όπως το σκλήθρο και η ιτιά. Πάνω από αυτό το υψομετρικό όριο, η ρεματική βλάστηση δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την παρακείμενη κυρίαρχη δασική βλάστηση, αλλά εμφανίζεται ομοιογενής ως προς αυτήν, με κυριαρχία της οξιάς. Μεταξύ των δύο παρόχθιων ειδών (σκλήθρο και ιτιά), η ιτιά παρουσιάζει μικρότερη υψομετρική διαβάθμιση στις επιφάνειες όπου κυριαρχεί, ανάμεσα στα 1000 - 1200 μ. Το σκλήθρο εμφανίζει υψομετρική διαβάθμιση στις επιφάνειες κυριαρχίας του μεταξύ 800 - 1200 μ.

Η ροή των υδάτινων σωμάτων εμφανίζεται ως σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης της κυριαρχίας της βλάστησης ανάμεσα στις οικολογικές ομάδες των παρόχθιων και των χερσαίων δασικών ειδών. Η τιμή 2 στην 6-βάθμια κλίμακα είναι το ανώτατο όριο κυριαρχίας της δασικής βλάστησης και κάτω από αυτό κυριαρχούν τα καλύτερα εξελιγμένα παρόχθια είδη. Μεταξύ τους υπάρχει σαφής διαφοροποίηση, με το σκλήθρο να κυριαρχεί στις μεγαλύτερες τιμές ροής υδάτινου σώματος (πάνω από 4), ενώ η ιτιά καταλάμβανει τον ενδιάμεσο οικολογικό θώκο ανάμεσα στην οξιά και το σκλήθρο.

Ο αριθμός δενδρωδών ειδών στις επιφάνειες που κυριαρχούνται από τα παρόχθια είδη είναι μικρότερος (έστω και ελαφρά) από τον αντίστοιχο στις επιφάνειες που κυριαρχούνται από τα χερσαία δασικά είδη (την οξιά), κάτι που αντανακλά και το περισσότερο εξειδικευμένο περιβάλλον αυτών των επιφανειών.

Η περιορισμένη εμφάνιση ειδών όπως φαίνεται από το μικρό ποσοστό κάλυψης του φράξου και της κορομηλιάς σχετίζεται με την ύπαρξη παρακείμενης αγροτολιβαδικής βλάστησης, αναδεικνύοντας το ρόλο που έχει η χρήση γης στη συνδιαμόρφωση της βλάστησης εντός των παρακείμενων ρεμάτων.

Όσο αφορά τέλος τα δεδομένα από την ηλικιακή σύνθεση, το Σκλήθρο, το οποίο σχηματίζει τις πλέον εκτενείς και σχετικά αμιγείς συστάδες εκεί που βρίσκει χώρο, αναπτύσσει μια κανονική κατανομή, με δέντρα κυρίως μεσαίων ηλικιών και μεγαθών, χωρίς πολύ μεγάλα αλλά και χωρίς σημαντική αναγέννηση. Η Ιτιά από την άλλη, με σαφώς λιγότερα άτομα, διαθέτει μερικούς από τους πιο εντυπωσιακούς όσο αφορά το μέγεθος εκπροσώπους.