Η Δρυς

Στην περιοχή ευδοκιμούν διάφορα είδη δρυός ή βελανιδιάς. Σύμφωνα με τις Διαχειριστικές Μελέτες, το βασικότερο είναι η Ευθύφλοια Δρυς (Quercus cerris) και ακολουθούν η Πλατύφυλλη (Q. conferta), η Χνουδωτή (Q. pubescens) και η Άμισχη Δρυς (Q. sessiliflora).

 

Βιολογικά χαρακτηριστικά

Για τις ρυθμίσεις του οικολογικού μοντέλου, επιλέξαμε τα χαρακτηριστικά του κυρίαρχου είδους, δηλαδή της Quercus cerris (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 12, κεφ. 2.4).

Η Ευθύφλοια Δρυς (Quercus cerris) είναι ένα φυλλοβόλο δέντρο που απαντάται στη νότια Ευρώπη, στη Μικρά Ασία, στις Βαλκανικές και Ιταλικές Χερσονήσους, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Σλοβακία, την Ουγγαρία. Στην Ελλάδα, η Q. cerris εμφανίζεται στην ημιορεινή και ορεινή ζώνη βλάστησης, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, σε υψόμετρα 200-1.400 m. Σχηματίζει μερικές φορές αμιγείς συστάδες, αλλά συνήθως απαντά σε μικτά δάση με άλλες φυλλοβόλες δρύες, την καστανιά, τον γαύρο και τη μαύρη πεύκη. Φτάνει σε ύψος τα 30-35 m σε ύψος και σε διάμετρο τα 2 m.

Θεωρείται σχετικά ταχυαυξές είδος, με μέση διάρκεια ζωής 120-150, αν και τα πρέμνα επιβιώνουν για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Η ηλικία της σεξουαλικής ωριμότητας κυμαίνεται ανάμεσα στα διάφορα είδη της βελανιδιάς και τις περιοχές, με τιμές από 3 έτη ως και τα 30. Τα άτομα που προέρχονται από πρεμνοβλάστηση ωριμάζουν πολύ νωρίτερα. Τα σπέρματα της δρυός είναι βαριά και συνεπώς έχουν σχετικά μικρή ακτίνα διασποράς καθ’ εαυτά. Η ακτίνα όμως αυτή μπορεί να αυξηθεί πάρα πολύ λόγω της κατανάλωσης και μετακίνησής τους από ζώα και πουλιά.

Το είδος παρουσιάζει ένα μεσαίο βαθμό αντοχής στη σκίαση, σημαντική αντοχή στην ξηρασία και μικρή αντοχή στη πλημμύρα. Σε σχέση με την φωτιά, καίγεται δύσκολα, ενώ μετά την πυρκαγιά τα νεαρά άτομα ριζοβλαστάνουν και πρεμνοβλαστάνουν άφθονα, τα δε μεγαλύτερα δέντρα μπορούν να δημιουργήσουν ελάχιστα πρεμνοβλαστήματα.


Στα δρυοδάση της περιοχής

 

Σημερινή εξάπλωση στην περιοχή έρευνας

Η Δρυς αποτελεί το τρίτο συχνότερο δασικό είδος στην περιοχή έρευνας, μετά την Οξιά και την Μ. Πεύκη. Με βάση συγκλίνουσες εκτιμήσεις από την φωτοερμηνεία και τις δειγματοληψίες, κυριαρχεί στο 20% των δασών της περιοχής και αποτελεί επίσης το 20% των δασικών δέντρων. Εκτιμήθηκε τέλος ότι το 12% της συνολικής έκτασης, ανεξάρτητα χαρακτηρισμού, καλύπτονται από δέντρα βελανιδιάς (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 2.2).

Στην περιοχή μας η Δρυς σχηματίζει μια σχετικά συνεκτική ζώνη, η οποία αναπτύσσεται από τα χαμηλότερα υψόμετρα της περιοχής (800 μ.) ως τα 1.300 μ. περίπου, ενώ λίγες εκτάσεις καταγράφονται και σε ψηλότερες θέσεις, ως τα 1.450. Στη ζώνη αυτή η Δρυς κυριαρχεί, είτε αμιγής, είτε -συνηθέστερα- σε μίξη με άλλα είδη και κυρίως την Μ. Πεύκη, την Ελάτη, τον Γαύρο, το Σφενδάμι και, σε κάποιες ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτό θέσεις, την Οξιά. Οι τρεις βασικοί τύποι που καταγράφηκαν κατά τη φωτοερμηνεία είναι η αμιγής Δρυς, η μίξη Δρυός – Μ. Πεύκης, και η μίξη Δρυός – Οξιάς. Συνολικά, οι τρεις αυτοί τύποι καλύπτουν 2.285 ha ή το 21% της περιοχής (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 4.1, κεφ. 7.11).

Ειδικότερα, τα αμιγή δάση της δρυός εντοπίζονται σε υψόμετρα 800-1.300 μ., με μικρές συστάδες να φτάνουν ως τα 1390. Σήμερα καλύπτουν περίπου 1.000 ha ή το 9,4% της περιοχής, με υψηλή πυκνότητα (82%) και ωριμότητα (96%). Το πιο χαρακτηριστικό είναι το ενιαίο δρυοδάσος, μεσαίας ηλικίας και μεγάλης πυκνότητας, που καλύπτει τις ανατολικές πλαγιές των υψωμάτων στο κέντρο της περιοχής, λίγο πάνω από τον Βρωμοπόταμο του Σαραντάπορου (βλ. εικόνα).

Αμιγές πυκνό δρυοδάσος, στο κέντρος περιοχής (άνοιξη)


Αμιγείς συστάδες δρυός θα βρούμε επίσης γύρω από τα παλιά χωράφια σε όλη την κοιλάδα από τον Μυροβλήτη ως τη Χρυσή. Τα δέντρα αυτά υπήρχαν ήδη προτού εγκαταλειφθούν τα χωράφια, ως οριοδείκτες, αλλά και πηγή τροφής μέσω της κλαδονομής για τα οικόσιτα ζώα. Οι κλασικοί αυτοί φυτοφράχτες, μετά την εγκατάλειψη των χωραφιών, άλλες φορές έχουν χαθεί ή άλλες φορές αντίθετα έχουν εξαπλωθεί πάνω στα παλιά χωράφια.

Βελανιδιές ανάμεσα σε παλιά χωράφια (Πευκόφυτο)


Αξίζει να σημειώσουμε επίσης ότι μικρές συστάδες από παλιές, πιθανά αιωνόβιες βελανιδιές, συναντάμε και γύρω από τα παλιά ξωκλήσια της περιοχής, μια συνήθεια διαδεδομένη σε ολόκληρο τον ελλαδικό ορεινό χώρο.

Μεγάλες βελανιδιές, έξω από ξωκλήσσι, στην περιοχή του Πευκόφυτου - Χρυσής


Οι μίξεις Δρυός και Μ. Πεύκης εντοπίζονται σε υψόμετρα 800-1.400 μ., με μικρές συστάδες να φτάνουν ως τα 1.460. Σήμερα φτάνουν τα 1.194 Ha ή το 11% της περιοχής, 2ο μεγαλύτερο ποσοστό μετά από αυτό της αμιγούς Μ. Πεύκης. Η μέση κάλυψη στα δάση αυτά είναι πολύ ψηλή και φτάνει το 82,5%, ενώ στο 98% χαρακτηρίζονται ως ώριμα. Ο βαθμός κυριαρχίας εκτιμήθηκε κοντά στο 45%, δηλαδή η Δρυς και η Πεύκη μοιράζονται τις εκτάσεις αυτές σχετικά ισότιμα. Σήμερα καταγράφονται κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του Σαραντάπορου, σε χαμηλές εγκαταλελειμμένες εκτάσεις.

Οι μίξεις Δρυός και Οξιάς εντοπίζονται στη ζώνη της Δρυός, κυρίως στα άνω όρια, σε θέσεις κατάλληλες για να εισχωρήσει και να αναπτυχθεί η Οξιά. Είναι μια οριακή κατηγορία και μικρό μέρος των δασικών εκτάσεων φαίνεται να έχει αυτά τα δύο ως βασικά είδη. Καταγράφεται έτσι σε ποσοστά κάτω του 1%. Εμφανίζουν μεγάλο βαθμό κάλυψης, που φτάνει το 93,5%, ενώ το 100% χαρακτηρίστηκε ως ώριμο. Ο βαθμός κυριαρχίας εκτιμήθηκε κοντά στο 50%, αλλά με αρκετή επισφάλεια γιατί δεν είναι εύκολη η διάκριση των φυλλοβόλων ειδών μεταξύ τους.  

 

Οικολογία

Όσο αφορά το υψόμετρο, ως τα 1.100 μ. η Δρυς αποτελεί την πλειονότητα της βασικής βλάστησης, για να παραχωρήσει στα ψηλότερα την πρώτη θέση αρχικά στη Μ. Πεύκη και μετά στην Οξιά. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη φωτοερμηνεία, όσο και από τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 3).

Κατανομή των 4 βασικών ειδών, σε σχέση με το υψόμετρο 


Σε σχέση με την έκθεση, όπως επιβεβαιώνεται ξανά από τη φωτοερμηνεία και τις δειγματοληψίες, η Δρυς, σε αντίθεση με την Οξιά και την Ελάτη, προτιμά τις νότιες και τις δυτικές πλαγιές, ενώ υποεκπροσωπείται σαφώς στις βόρειες και ανατολικές.


Κατανομή των 4 βασικών ειδών, σε σχέση με το υψόμετρο 

 

Όπως φαίνεται λοιπόν τόσο από τη σχέση τους τόσο με το υψόμετρο όσο και με την έκθεση, οι οικοθέσεις των δύο κυριότερων φυλλοβόλων ειδών της περιοχής είναι καλά διαχωρισμένες.

Όσο αφορά τις χρήσεις, σήμερα οι συστάδες Δρυός υλοτομούνται κανονικά, σύμφωνα με τις Διαχειριστικές Μελέτες. Ενδεικτικά, στις υλοτομήσεις της πρόσφατης δεκαετίες, η Δρυς συνεισφέρει περίπου το 13%, ποσοστό λίγο μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού όγκου ξυλείας που εκτιμήθηκε ότι καταλαμβάνει (9%). Σύμφωνα με τις μελέτες, η υλοτόμηση στις περιοχές της Δρυός επιδιώκει να εξασφαλίσει την επιβίωση ή και την εξάπλωση της Μ. Πεύκης, μέσω της αραίωσης και της διευκόλυνσης της πλαγιοσποράς. Η ξυλεία της Δρυός κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά για καυσόξυλα, συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών αναγκών των κατοίκων της περιοχής (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 7).

 

Τάσεις διαδοχής

Στην ζώνη ως τα 1.100 μέτρα, η δρυς σχηματίζει τον κυρίαρχο δασικό τύπο. Σύμφωνα με την παραδοσιακή οικολογία, στον τύπο αυτό, την λεγόμενη κοινότητα "climax", θα τείνουν τα δάση, αν μείνουν ανεπηρέαστα και αδιατάρρακτα. Οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις ωστόσο, μας προειδοποιούν ότι η πορεία αυτή δεν είναι τόσο γραμμική και πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως τάση, παρά ως νόμος.

Στην περιοχή μας για παράδειγμα, πράγματι, η δρυς είναι σχετικά πιο σκιόφιλη από την Μ. Πεύκη, οπότε έχει την τάση να αναπαράγεται σχετικά εύκολα στον υποόροφο ενός δάσους Μ. Πεύκης, τείνοντας έτσι μελλοντικά να την υποκαταστήσει. Αντίστροφα όμως, και η Μ. Πεύκη έχει την τάση να εισχωρεί στις εκτάσεις όπου κυριαρχεί ήδη η Δρυς (με τη λεγόμενη "πλαγιοσπορά", όπως ονομάζεται από τη δασολογία), εκμεταλλευόμενη ειδικά τα μικρά κενά που αφήνουν οι δρυς. Ποια από τις δύο τάσεις θα κυριαρχήσει, εξαρτάται από την ιδιαίτερη δομή του δάσους σε κάθε συγκεκριμένη θέση - αν για παράδειγμα ένα δρυοδάσος έχει πολλά κενά αφήνει χώρο στην πεύκη, ενώ ένα πυκνό πευκοδάσος προετοιμάζει καλύτερα το έδαφος για την δρυ.

Τυπική περίπτωση διαδοχής, όπου τα νεαρά δενδρύλλια δρυός κυριαρχούν στον υποόροφο της Μ. Πεύκης


Καθώς η περιοχή μας -κάτι που ισχύει γενικά για την ελληνικό ορεινό χώρο- χάρη στην ιδιαίτερη ιστορία της βλάστησης και της ανθρώπινης παρουσίας, αποτελείται από ένα εξαιρετικά περίπλοκο μωσαϊκό θέσεων, καμία από τις δύο τάσεις δεν φαίνεται να κυριαρχεί με σαφή τρόπο, τουλάχιστον στο διάστημα 1945 - 2015 που εξετάσαμε αναλυτικά. Έτσι, ο βαθμός κυριαρχίας στα μεικτά δάση Δρυός – Μ. Πεύκης δεν φάνηκε να αλλάζει με τρόπο συστηματικό και σημαντικό (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 4).

Πιο αναλυτικά συμπεράσματα για το ρόλο της Δρυός στη διαδοχή των δασών της περιοχής μπορούν να προκύψουν από την επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήσαμε, με στόχο την καταγραφή των νέων δενδρυλλίων, σε σχέση με τον κυρίαρχο δασικό τύπο (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 4.3, κεφ. 6). Όπως φάνηκε, η Δρυς στη φυσική αναγέννηση έρχεται τελευταία από τα 4 βασικά δασικά είδη της περιοχής, προσφέροντας το 10% των νέων δενδρυλλίων, ποσοστό λίγο κάτω από τη σημερινή σχετική της αφθονία. Πιο αναλυτικά, ενώ στις εκτάσεις που μετρήσαμε η Δρυς καταλάμβανε συνολικά το 15% της επιφάνειας των ώριμων δέντρων (GSO), προσφέρει το 10% των μικρών δενδρυλλίων (<1,5 m ύψος) και το 7% των μεγαλύτερων (>1,5 m ύψος). Έχει επίσης τις λιγότερες εμφανίσεις/καταγραφές (καταγράφηκε σε 37 από τις 98 επιφάνειες).

Σε σχέση με την σκιανθεκτικότητα, η Δρυς φαίνεται ότι κρατά μια ενδιάμεση θέση: είναι σαφώς πιο σκιανθεκτική από την Πεύκη, αλλά λιγότερο από την Οξιά και την Ελάτη. Έτσι, αναπαράγεται καλύτερα σε θέσεις με μέτρια κάλυψη και δυσκολεύεται σε μεγάλες πυκνότητες (GSO>0,6), όπου παραχωρεί τη θέση της στα πιο σκιανθεκτικά είδη.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να σημαίνουν ότι πιθανά στο μέλλον θα μειωθεί η σχετική της αφθονία στην περιοχή. Η υπόθεση αυτή φαίνεται να βεβαιώνεται και από τις δοκιμές που έγιναν με το μοντέλο Landis. Ρυθμίζοντας το μοντέλο να τρέξει για 900 χρόνια στο μέλλον, χωρίς διαταραχές και με βάση τις σημερινές συνθήκες, βλέπουμε τη Δρυ να επιβιώνει, αλλά να περιορίζεται σε μια ζώνη κάτω από τα 1.100 μ., ζώνη την οποία μοιράζεται ως ένα μικρό βαθμό και με τη Μ. Πεύκη.

 

Η παλιότερη ιστορία του είδους

Εικόνα για την παρουσία της δρυός στην ιστορία της βλάστησης της περιοχής, μας δίνει η παλυνολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 5). Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, τα είδη της δρυός φαίνεται ότι έχουν συστηματική και σταθερή παρουσία εδώ και τουλάχιστον 16.000 χρόνια.

Πιο συγκεκριμένα, 16.000 χρόνια πριν, στο τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, τα δάση έχουν περιοριστεί σε αρκετές εκατοντάδες μέτρα χαμηλότερα. Οι δρυς εμφανίζουν τη χαμηλότερη τιμή τους σε όλη την περίοδο που εξετάσαμε, αλλά, ακόμα κι έτσι, αποτελούν το δεύτερο σημαντικό τύπο δασικού δέντρου μετά την Πεύκη. Στις επόμενες περιόδους, η συμμετοχή τους, με βάση το ποσοστό της γύρης πάντα, φαίνεται να διπλασιάζεται και μετά να τριπλασιάζεται, ώσπου στην περίοδο από το 8.000 ως το 4.000 π.Χ., σχηματίζουν μαζί με την Ελάτη εκτενή δάση στην περιοχή, αποτελώντας ξανά τον 2ο τύπο. Τα τελευταία 6.000 χρόνια, οι τιμές παραμένουν σταθερές, αν και η δρυς πέφτει σταδιακά στην 3η θέση, μετά την άνοδο της Οξιάς. Επίσης, εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν πιθανά τη σταδιακή παρουσία των ανθρώπων στην περιοχή, οι οποίοι ανοίγουν μεγάλα διάκενα στη δασική βλάστηση.


 Μεγάλη, απομονωμένη βελανιδιά


Αλλαγές στο διάστημα 1945 - 2015

Στο πρόσφατο διάστημα που εξετάστηκε αναλυτικά μέσω της φωτοερμηνείας των αεροφωτογραφιών από το 1945 ως το 2015, τα δάση της δρυός καταλαμβάνουν μια σχετικά σταθερή ζώνη, η οποία, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αναπτύσσεται από τα χαμηλότερα υψόμετρα της περιοχής (800 μ.) ως τα 1.300 περίπου, ενώ λίγες εκτάσεις με μίξη δρυός – πεύκης ή οξιάς να καταγράφηκαν και σε ψηλότερες θέσεις, ως τα 1450.

Συνολικά, τα δάση αυτά αυξήθηκαν σημαντικά το διάστημα 1945 – 2015: από τα 1.879 στα 2.285 Ha, δηλαδή κατά 21,6%. Σήμερα τα δάση αυτά καλύπτουν το 21,2% της περιοχής. Σημαντικά επίσης αυξήθηκε ο βαθμός κάλυψης εντός αυτών των δασών, οπότε η συνολική αύξηση της δασοκάλυψης είναι πολύ μεγαλύτερη (βλ. παρακάτω ανά κατηγορία). Η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στη ζώνη της οξιάς (βλ. παρακάτω), αφού στη ζώνη αυτή εντοπίζονταν οι περισσότερες δραστηριότητες που εγκαταλείφθηκαν.

Στην αύξηση αυτή, καθοριστικός ήταν ο ρόλος της μείωσης της βόσκησης. Όσο η περιοχή βοσκούταν συστηματικά, οι δρυς παρείχαν μεγάλο μέρος της διατροφής των ζώων. Η απευθείας βόσκηση των δρυοδασών περιόριζε τα δέντρα και τους έδινε μια χαρακτηριστική, νανώδη μορφή, ενώ ανέστειλε σε καθοριστικό βαθμό τη φυσική αναγέννησή τους. Ακόμα σημαντικότερος όμως ήταν ο ρόλος της κλαδονομής, αφού οι κάτοικοι συλλέγαν συστηματικά κλαδιά από βελανιδιές, τις στοίβαζαν με κατάλληλο τρόπο ώστε να διατηρείται το φύλλωμα για όλο το χειμώνα (κλαδαριές) και να τρέφονται με αυτό το ζώα (βλ. αναλυτικά παραδοτέο 6). Η πρακτική αυτή διατηρήθηκε ως τη δεκαετία του 1970, ενώ εγκαταλείφθηκε οριστικά από το 1980 και μετά.

Κλαδερά, ή κλαδαριές (η τελευταία δεξιά από κλαδιά βελανιδιάς). Η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε στην περιοχή από το '80 (η φωτογραφία είναι από τον Ν. Ξάνθης)


Παράλληλα, τα δρυοδάση παρέχουν την ποιοτικότερη ξυλεία για τις ατομικές ανάγκες θέρμανσης. Η χρήση τους ωστόσο ως πηγή καυσόξυλων ήταν μάλλον περιορισμένη, εξαιτίας ακριβώς της σημασίας τους ως πηγή ζωοτροφής. Η σημασία του είδους είναι τέτοια, που και στην περιοχή αυτή, όπως και σε άλλες, οι κάτοικοι το ονόμαζαν χαρακτηριστικά «δέντρο».

Η ένταση της χρήσης της δρυός για τη βόσκηση φαίνεται ότι επηρέαζε καθοριστικά όλες τις αντίστοιχες εκτάσεις. Είναι χαρακτηριστικές οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι δασολόγοι που συνέταξαν τις πρώτες Διαχειριστικές Μελέτες τη δεκαετία του 1960, για να κατακεραυνώσουν αυτή την αντιπαραγωγική και καταστροφική, από την πλευρά τους, χρήση. Αντιγράφουμε από τη Διαχειριστική Μελέτη του Δημόσιου Δάσου Κοτύλης του 1963 (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 4.2):

«Διά της βοσκής. Η καταστρεπτική επίδρασις της τελευταίας είναι τρομακτική δια το δάσος... Αποτέλεσμα της εντόνου βοσκής είναι η σημερινή μορφή του δάσους ... και η εις τρομακτικόν βαθμόν επαύξησις του αριθμού των επιβλαβών δια την κτηνοτροφίαν φυτών εις κάθε έκτασιν που θα ήτο συνατόν να χαρακτηριστούν ως βοσκότοποι.

…Αι ζημίαι της κλαδονομής συναμιλλώνται αυτάς της βοσκής και συνήθως υπερβάλλουσι αυτάς. Η κλαδονομή διενεργουμένη αδιακρίτως, ανεξελέγκτως και ασυδότωνς, επέφερεν τελείαν καταστροφήν εις τα δάση της δρυός, και τρομακατικάς ζημίας εις την κλάσιν της Πεύκης, Ελάτης και οξιάς. ... Εκεί όπου υπήρχεν συγκροτημένον δάσος δρυός σήμερον απαντώνται μόνον νανώδη μεμονωμένα άτομα στηριζόμενα εις νησίδας εδάφους πέριξ των οποίων η έκπλυσις και διάβρωσις των εδαφών δημιούργησεν χάνδακας και αγόνους εκτάσεις, δυναμένας να συγκρατήσωσι μόνον και αποκλειστικώς ορισμένα άτομα αρκεύθου.

Περαιτέρω και όπου υπήρχεν εντός της πεύκης δρυς, κατεστράφη και πλήθος ατόμων Πεύκης ίσταται αθλίως αποκλαδωμένον, θυσιασθέν εις τον κεάδα του ακορέστου στομάχου της αιγός»

Χαρακτηριστική εικόνα βοσκημένης δρυός (σε περιοχή του Ν. Ροδόπης)


Αν δούμε τις αλλαγές αναλυτικά όσο αφορά τις διάφορες ενώσεις των δασών της δρυός, τα αμιγή δάση εμφανίζονται ως τα πλέον σταθερά, καθώς η αύξησή της από το 1945 στο 2015 περιορίζεται στο 8%. Ήδη από το 1945 αποτελούσαν βασικό τύπο βλάστησης (τον δεύτερο μεγαλύτερο μετά τα αμιγή δάση της Μ. Πεύκης). Ήταν της δάση αραιά και με μικρά δέντρα. Το μέσο ποσοστό κάλυψής της το 1945 εκτιμήθηκε στο 52%, ενώ το 2015 έφτασε στο 82%. Αντίστοιχα, το 1945 το 72% χαρακτηρίστηκε ως νεαρά, ενώ το 2015 μόλις το 4% παρέμεναν νεαρά.

Της ο χαμηλός βαθμός ωριμότητας και κάλυψης πιθανά αντανακλά την πίεση της βοσκής, η οποία ασκούταν συστηματικά εντός των περισσοτέρων δασών δρυός. Ο χαρακτηρισμός της ηλικίας εδώ μπορεί να λανθάνει, καθώς βασίζεται αποκλειστικά στο μέγεθος του δέντρου. Είναι γνωστό ότι οι δρυς που βοσκούνται μπορούν να παραμένουν σε πολύ μικρό μέγεθος κι έτσι πιθανά χαρακτηρίστηκαν ως «νεαρές», ενώ δεν είναι. Σήμερα, που έχει σταματήσει και η βόσκηση, εμφανίζονται στη συντριπτική της πλειοψηφία ως πυκνά και ώριμα (βλ. παραπάνω).

Τα μικτά δάση Δρυός – Μ. Πεύκης – Δρυός αποτελούν μια συνηθισμένη στην περιοχή πορεία δάσωσης ανοιχτών εκτάσεων, για αυτό και παρουσιάζουν σχετικά μεγάλη αύξηση της τελευταίες δεκαετίες, κατά 35%. Το ποσοστό κάλυψης αυξάνει της σημαντικά, από 51% σε 82,5%.

Πέρα από τα δάση που διατήρησαν αυτό το χαρακτήρα από το 1945 ως το 2015, ένα σημαντικό μέρος της προέρχεται από αμιγή δάση πεύκης στα οποία αναπτύχθηκε η δρυς (5%) και από τη δάσωση λιβαδιών και εγκαταλελειμμένων εκτάσεων (23%). Τα δάση αυτά είναι προφανώς σχετικά λιγότερο ώριμα και πυκνά, με την κάλυψη να περιορίζεται στο 76%.

Συστάδες Δρυός – Μ. Πεύκης το 2015 (1:2.000)

Η ίδια περιοχή το 1945, καλύπτεται από αραιή Μ. Πεύκη


Οι λίγες μικτές συστάδες Δρυός – Οξιάς παραμένουν σχετικά σταθερές στο χρόνο, αφού ήταν ήδη ώριμες το 1945.

 

Περισσότερα:

Κωνσταντίνου Σωτήρης, Αντωνιάδου Σ., Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ.,. 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 1143 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Νικήσιανης Ν., Αντωνιάδου Σ.,. Τσιάρας Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω των Διαχειριστικών Μελετών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 240 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Πουλής Γ., Νικήσιανης Ν., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω Επιτόπιας Έρευνας. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 376 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos3_epitopia.pdf


Παναγιωτίδης Σ., Συροπούλου Ε., Μαυρίδου Α., 2020. Παλυνολογική Μελέτη. Παραδοτέο 5. 17 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_5.pdf


Αγγελόπουλος Γ., Γελάνη Ε., Σαρικούδη Γ., 2020. Έκθεση μελέτης πολιτισμικής κατασκευής του τοπίου. Παραδοτέο 6. 19 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_6.pdf


Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Μπάντιου Ε., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2020. Χαρτογράφηση, επεξεργασία & ερμηνεία αποτελεσμάτων. Παραδοτέο 7. 151 Σελίδες + Παράρτημα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del7_ekthesi.pdf


Νικήσιανης Ν., Τουλούμης Κ., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2022. Έκθεση παραμετροποίησης. Παραδοτέο 12. 82 Σελίδες

 

Βελανιδιές γύρω από παλιό μαντρί (Σαραντόπορος)