Το γεωλογικό υπόβαθρο

Ο ευρύτερος γεωγραφικός χώρος στον οποίο αναπτύσσεται η περιοχή μελέτης είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε 3 μεγάλες γεωλογικές ενότητες:


Οι γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας


H Υποπελαγονική ζώνη εκτείνεται με κατεύθυνση ΒΔ - ΝΑ από τα ελληνοαλβανικά σύνορα προς την Δυτική Θεσσαλία και την Ανατολική Στερεά, την Ανατολική Πελοπόννησο και τα νησιά του Σαρωνικού. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζώνης είναι οι μεγάλες οφιολιθικές μάζες και η συνοδεύουσα σχιστοκερατολιθική διάπλαση που έχει μεγάλη εξάπλωση.

H ζώνη Ωλονού - Πίνδου ή απλούστερα ζώνη της Πίνδου, αναπτύσσεται κατά μήκος του άξονα Βορά - Νότου, συγκροτώντας τον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας, συμπεριλαμβάνοντας τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, το Παναιτωλικό, τα Βαρδούσια, το Παναχαϊκό και τον Ωλονό (Ερύμανθος). Μια τυπική λιθοστρωματογραφική εξέλιξη της ζώνης, περιλαμβάνει πελαγικούς πλακώδεις ασβεστολίθους με παρεμβολές κερατολίθων, ηφαιστειοϊζηματογενών και αργιλοψαμμιτικών υλικών του Άνω Τριαδικού, τη σχιστοκερατολιθική διάπλαση πάχους 150 - 200 μ. του Ιουρασικού, η οποία περιλαμβάνει κερατόλιθους, ραδιολαρίτες, αργίλους, ψαμμίτες και άλλα ιζήματα βαθιάς θάλασσας. Επί αυτών, είναι τοποθετημένος ο φλύσχης της Πίνδου, ο πιο τυπικός και αντιπροσωπευτικός φλύσχης του Ελλαδικού χώρου.

Η Μεσοελληνική αύλακα είναι μία από τις τρεις μολασσικές λεκάνες του Ελλαδικού χώρου. Οι μολασσικές λεκάνες δημιουργήθηκαν από ρηξιγενείς τεκτονικές διεργασίες στην οπισθοχώρα του ορογενετικού μετώπου. Οι τάφροι αυτές πληρώθηκαν με υλικά χερσαίας, παράκτιας ή θαλάσσιας προέλευσης, τα οποία αποτέθηκαν επί των υποκείμενων και παλαιότερων αλπικών πτυχώσεων. Η Μεσοελληνική αύλακα είναι η νεότερη και η μεγαλύτερη σε έκταση από τις τρεις μολασσικές λεκάνες.

Πιο αναλυτικά, εντός της περιοχής μελέτης κυριαρχούν οι σχηματισμοί της Μεσοελληνικής αύλακας με ποσοστό κάλυψης 65%. Ακολουθούν οι οφιόλιθοι με τα συνοδά τους πετρώματα με ποσοστό 17%, καθώς και οι ασβεστόλιθοι με ποσοστό 9,7%. Το υπόλοιπο 8,3% της έκτασης καταλαμβάνεται από την σχιστοκερατοψαμμιτική διάπλαση, περιορισμένες εμφανίσεις φλύσχη, καθώς και αλλουβιακές αποθέσεις. Η γεωγραφική ζώνωση των σχηματισμών παρουσιάζει την κατεύθυνση ΒΔ - ΝΑ που είναι παράλληλη με τις αλπικές ορογενετικές διαδικασίες και την ακόλουθη πλήρωση των μολασσικών λεκανών με μεταλπικά ιζήματα.

Οι εντονότερες κλίσεις παρατηρούνται στις ασβεστολιθικές διαπλάσεις που οριοθετούν το δυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης, ενώ επίσης μεγάλες κλίσεις παρατηρούνται στο ΒΑ και το κεντρικό κομμάτι της περιοχής μελέτης από τις διαβρώσεις των σχηματισμών της Μεσοελληνικής αύλακας, οι οποίοι σχηματίζουν εντυπωσιακές ορθοπλαγιές όπως η γνωστή ορθοπλαγιά του Χάρου.


Πίνακας 1. Έκταση ανά γεωλογικό σχηματισμό

 

Μητρικό πέτρωμα και εδάφη - αρχική

Το είδος του μητρικού πετρώματος είναι παράγοντας καθοριστικής σημασίας για τις ιδιότητες και την παραγωγικότητα των ελληνικών δασικών εδαφών. Στην περιοχή κυριαρχούν μελέτης τα εδάφη των ενώσεων Luvisols και Cambisols.

Χάρτης: Οι εδαφικές ενώσεις στην περιοχή μελέτης (από Γιάσογλου, 2004)


Τα Cambisols (από το Λατινικό cambiare που σημαίνει αλλάζω) είναι εδάφη με τουλάχιστον αρχική διαφοροποίηση οριζόντων, η οποία γίνεται ορατή από αλλαγές στη δομή, το χρώμα, την περιεκτικότητα σε άργιλο και ασβέστιο. Χαρακτηρίζονται από ελαφρά έως μέτρια αποσάθρωση του μητρικού υλικού και από απουσία ιλουβιωμένου αργίλου, οργανικής ύλης, Al ή/και σύμπλοκα Fe. Προκύπτουν από μια μεγάλη ποικιλία μητρικών πετρωμάτων. Στις ορεινές περιοχές είναι αρκετά συχνά, καθώς εναλασσόμενοι κύκλοι διάβρωσης και αποθέσεων ευνοούν την ανάπτυξή τους. Σε γενικές γραμμές, τα Cambisols δημιουργούν καλές συνθήκες για γεωργική παραγωγή, ενώ τα Cambisols σε εύκρατα κλίματα με υψηλές τιμές κορεσμού σε βάσεις είναι από τα πλέον παραγωγικά εδάφη στον κόσμο.

Τα Luvisols (από το Λατινικό luere που σημαίνει πλένω) είναι εδάφη με υψηλότερη περιεκτικότητα αργίλου στο υπέδαφος από ότι στα ανώτερα στρώματα, ως αποτέλεσμα των πεδογενετικών διαδικασιών (ειδικότερα τη μετακίνηση αργίλου), με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αργιλικού ορίζοντα υπεδάφους. Τα Luvisols περιέχουν άργιλο υψηλή δραστηριότητας στο σύνολο του αργιλικού ορίζοντα και παρουσιάζουν υψηλό κορεσμό βάσης σε συγκεκριμένα βάθη. Προκύπτουν από ένα μεγάλο εύρος μητρικών πετρωμάτων. Τα περισσότερα Luvisols είναι εύφορα εδάφη, ιδανικά για μια ποικιλία καλλιεργειών.

 

Βάθος εδάφους

Το βάθος του εδάφους παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της υπερκείμενης βλάστησης, καθώς διαμορφώνει τις συνθήκες στήριξης, θρέψης και υδατικής οικονομίας των φυτικών οργανισμών. Στην περιοχή μελέτης κυριαρχούν τα βαθιά και αβαθή εδάφη καλύπτοντας το 66,09 % της συνολικής έκτασης. Σημαντική είναι η έκταση των αβαθών και βραχωδών εδαφών με 2.449 Ha (22,75%), τα οποία εντοπίζονται στις πιο απότομες περιοχές.  (Χάρτης 10 & Πίνακας 3). Τα βαθιά εδάφη περιορίζονται στις χαμηλότερες υψομετρικά περιοχές με ήπιες κλίσεις και καταλαμβάνουν μόλις 670 Ha (6,22% της συνολικής έκτασης).

Εικόνα 1 Εδαφική τομή, στο πλαίσιο του έργου



Περισσότερα: Πουλής, Γ. 2019. Γεωλογία, εδάφη, γεωμορφολογία. Ενότητα Εργασίας 1, Παραδοτέο 2. Έργο Eco-Time Machine. 30 Σελίδες + Παράρτημα.

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_2.pdf