Ο λύκος

O Λύκος (Canis lupus) ζει κυρίως στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές, σχηματίζοντας μικρές αγέλες μέχρι 10 - 15 άτομα. Στην Ελλάδα πολύ σπάνια αναφέρονται αγέλες μεγαλύτερες από 5 άτομα.

Ανάλογα με τη διαθεσιμότητά τους, τρέφεται με μεγάλα οπληφόρα (ελάφι, ζαρκάδι, κλπ), άλλα άγρια είδη όπως ο λαγός, οι πέρδικες κλπ. και οικόσιτα ζώα. Οι επιθέσεις στα κοπάδια και οι ζημιές που προκαλεί είναι το βασικό αίτιο εξόντωσης του. Ένα σοβαρό πρόβλημα είναι και η παρουσία αδέσποτων σκύλων με τους οποίους υπάρχουν πιθανότητες υβριδισμών ή ζημιών που αποδίδονται στους λύκους.

Η παρουσία του λύκου στην ευρύτερη περιοχή του Γράμμου είναι μόνιμη, δηλαδή αναφορές για εμφανίσεις λύκων και ζημιές στο κτηνοτροφικό κεφάλαιο υφίσταται κάθε χρόνο. Η παρουσία του λύκου ήταν εντονότερη τις δεκαετίες από 1960 έως 1980. Από τότε οι αριθμοί του λύκου φαίνεται ότι έχουν μειωθεί με τάση όμως σταθεροποίησης τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στον κύριο ορεινό όγκο του Γράμμου (περιοχή κοινοτήτων Νεστορίου, Γράμμου, Πευκοφύτου, Κοτύλης, Επταχωρίου). Οι ετήσιες απώλειες ανά έτος και ανά κτηνοτροφική εκμετάλλευση κυμαίνονται από 2 έως 10 περίπου αιγοπρόβατα, μεγαλύτερες ζημιές όμως έχουν αναφερθεί σε μεμονωμένες κτηνοτροφικές μονάδες καθώς επίσης και απώλειες σε βοοειδή (στοιχεία ΕΛΓΑ 1996-1997).


Λύκος σε δασικό δρόμο, στις Αρένες


Πληθυσμός στην Ελλάδα

Η πλέον πρόσφατη εκτίμηση για τον ελάχιστο πληθυσμό του Λύκου στην Ελλάδα αναφέρεται σε 1020 άτομα (Iliopoulos et al. 2015, Ηλιόπουλος 2018), σαφώς αυξημένος από τις προηγούμενες δεκαετίες. Με βάση τις εκτιμώμενες αυτές τιμές η μέση ελάχιστη πυκνότητα των λύκων στην Ελλάδα (χειμερινή εκτίμηση) εκτιμάται μεταξύ 2 και 3 ατόμων ανά 100 km2 και αντιστοιχεί στην μέση πυκνότητα των λύκων στην Ευρώπη όπου το εύρος πυκνοτήτων κυμαίνεται από 0.5 έως 5 άτομα/100km (Ηλιόπουλος 2018).

Ο πληθυσμός αυτός είναι αυξημένος κατά 31%-40% από τις εκτιμήσεις του 1998-1999. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης πρέπει να αποδωθεί στην επαναποίκιση νέων περιοχών, παρά στην αύξηση της πυκνότητας στην προηγούμενη επικράτεια (ο.π.). Η επαναποίκιση του λύκου στην Στερεά Ελλάδα αποτέλεσε μια αργή και σταδιακή διαδικασία που ξεκίνησε ήδη από την δεκαετία του 1980. Οι σημαντικότεροι λόγοι που αναφέρονται είναι η μεγαλύτερη προστασία, η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η μείωση των ζημιών στην κτηνοτροφία από μέτρα προστασία και η επανάκαμψη των πληθυσμών των άγριων οπληφόρων, κυρίως του ζαρκαδιού και του αγριογούρουνου. Ακόμα ωστόσο, σε περιοχές με σημαντική κτηνοτροφική παραγωγή και όπου τα άγρια οπληφόρα βρίσκονται σε σχετικά χαμηλές πυκνότητες, οι λύκοι εξαρτώνται τροφικά σε σημαντικό βαθμό από τα κτηνοτροφικά ζώα.

Στην Ελλάδα ο λύκος ζει και κινείται σε μια μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, από τα μεικτά ορεινά δάση της Β. Πίνδου, την αλπική ζώνη πάνω από το δασοόριο σε υψόμετρα άνω των 2000 μ., μέχρι και τις παρυφές των πεδιάδων και των πόλεων προς αναζήτηση τροφής.



Η δική μας έρευνα

Για τη συστηματική παρακολούθηση του πληθυσμού των θηλαστικών στην περιοχή και τον εμπλουτισμό των λιγοστών αναφορών από τη βιβλιογραφία, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου μας ένα νέο πρόγραμμα παρακολούθησης, με τοποθέτηση αυτόματων καταγραφικών.

Για το σκοπό αυτό, την άνοιξη του 2019 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών, με σάρωση όλου του δασικού δικτύου της περιοχής. Με βάση τα αποτελέσματα, σχεδιάστηκε πρόγραμμα παρακολούθησης της πανίδας με τοποθέτηση 6 αυτόματων καταγραφικών μηχανών, επί 6 μήνες, σε επιλεγμένα σημεία της περιοχής. Τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν την καταγραφή 13 ειδών θηλαστικών (Αρκούδα, Λύκος, Ζαρκάδι, Αγριογούρουνο, Κουνάβι, Σκαντζόχοιρος, Λαγός, Αλεπού, Αγριόγατα, Νυφίτσα, Ασβός, Αγριόγιδο, Σκιούρος), δηλαδή όλων των μεγαλόσωμων θηλαστικών που απαντώνται στην περιοχή (πλην Βίδρας) σε ένα πλήθος 493 διαφορετικών στιγμιότυπων.

Η επεξεργασία αυτών των αποτελεσμάτων, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, έδωσε στοιχεία και εκτιμήσεις για το πληθυσμιακό μέγεθος του κάθε είδους, την καταλληλότητα των διαφορετικών ενδιαιτημάτων και άλλα σημαντικά στοιχεία, καθώς και πολύτιμες φωτογραφίες της πανίδας της περιοχής.



Ίχνη σε σειρά (τορός) λύκου


Αποτελέσματα: καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών

Σε πρώτη φάση, για τον προσδιορισμό των σημείων τοποθέτησης των καμερών, πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2019 σάρωση ολόκληρου του προσβάσιμου δασικού και επαρχιακού οδικού δικτύου της περιοχής, με στόχο την καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη συστηματική καταγραφή των βιοδηλωτικών ενδείξεων παρουσίας και δραστηριότητας (πατημασιές, κόπρανα, σημάδια τροφοληψίας) των μεγάλων θηλαστικών στο φυσικό της χώρο. Η επιλογή αυτή βασίζεται στη γενική διαπίστωση ότι πολύ συχνά ότι τα μεγάλα θηλαστικά, και κυρίως η αρκούδα, χρησιμοποιούν συστηματικά τους ίδιους άξονες μετακίνησης με τον άνθρωπο που συνήθως είναι και οι λιγότερο ενεργοβόροι (λόγω καλύτερης προσαρμογής στο ανάγλυφο). Η δυνατότητα καταγραφής ενδείξεων σε ανθρωπογενείς άξονες διέλευσης συνδέεται επίσης και με την πυκνότητα του δασικού οδικού δικτύου: λόγω της εξαιρετικά υψηλής πυκνότητάς του σε πολλούς τομείς της περιοχής μελέτης, οι πιθανότητες σύμπτωσής του με κάποιο άξονα μετακίνησης του ζώου ή σημείου δραστηριότητάς του (κυρίως τροφικής) είναι αυξημένες.

Συνολικά, καταγράφηκαν 82 ίχνη από 4 είδη μεγάλων θηλαστικών, ανάμεσά τους 10 ίχνη από λύκο.


Τοποθέτηση αυτόματων καταγραφικών


Αυτόματα καταγραφικά (κάμερες)

Τα αυτόματα καταγραφικά κατέγραψαν 460 διακριτά συμβάντα, με το κάθε συμβάν να αφορά διαφορετικό/ά άτομο/α, στα οποία καταγράφηκαν (μαζί με τις ομαδικές καταγραφές) 524 άτομα. Για κάθε είδος υπολογίστηκε ο δείκτης σχετικής αφθονίας RAI:

Αριθμός συμβάντων * 100 / ημέρες καταγραφής


Είδος    Άτομα  _%       RAI

Αγριογούρουνο 205      39,1%  23,62

Αρκούδα          76        14,5%  8,76

Ζαρκάδι            73        13,9%  8,41

Λύκος   54        10,3%  6,22

Αλεπού 49         9,4%    5,65

Λαγός   23         4,4%    2,65

Αγριόγατα        7          1,3%    0,81

Αγριόγιδο         6          1,1%    0,69

Ασβός  4          0,8%    0,46

Κουνάβι 3          0,6%    0,35

Σκαντζόχοιρος  1          0,2%    0,12

Νυφίτσα           1          0,2%    0,12

Σκίουρος          1          0,2%    0,12

 Άγνωστο         21        4,0%    2,42


Σύμφωνα με τα παραπάνω τα σχετικώς πιο άφθονα είδη της περιοχής είναι (με σειρά) το Αγριογούρουνο, η Αρκούδα, το Ζαρκάδι, ο Λύκος και η Αλεπού. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι ο αριθμός των καταγραφών και κατά συνέπεια ο δείκτης RAI επηρεάζεται έντονα από παράγονες που δεν έχουν να κάνουν με την πραγματική αφθονία, όπως το μέγεθος του κάθε είδους (μεγάλα ζώα καταγράφονται πιο εύκολα) και την κινητικότητά του. Είναι φανερό πχ ότι ο πληθυσμός των μικρών θηλαστικών που αναφέρονται στις τελευταίες θέσεις του πίνακα σαφώς υποεκτιμάται κατά αρκετές τάξεις μεγέθους σε σχέση με τα μεγάλα θηλαστικά των πρώτων θέσεων. Επίσης, τα καταγραφικά τοποθετήθηκαν τις περισσότερες φορές πάνω στο δασικό οδικό δίκτυο, με στόχο να συλλάβουν περισσότερα ζώα. Όμως, η συνήθεια της κίνησης πάνω στο δίκτυο δεν είναι ίδια για όλα τα είδη: η Αρκούδα για παράδειγμα κινείται πολύ πιο συστηματικά πάνω στο οδικό δίκτυο, σε σχέση με το Ζαρκάδι.

Με τις παραπάνω επιφυλάξεις, ο πίνακας 2 μπορεί να δώσει μια πρώτη ένδειξη της σχετικής αφθονίας, αν συγκρίνουμε είδη με παρόμοιο μέγεθος και συνήθειες: είναι σαφές λοιπόν ότι στην πανίδα κυριαρχούν τα 4 πρώτα μεγάλα θηλαστικά (Αγριογούρουνο, Αρκούδα, Ζαρκάδι και Λύκος). Ο Λύκος κι η Αρκούδα παρουσιάζουν παρόμοιο δείκτη RAI.

Ειδικά για τον λύκο, ήταν εφικτή η εκτίμηση του ελάχιστου πληθυσμού μέσω της αναγνώρισης ξεχωριστών ατόμων από τις φωτογραφίες και η διάκριση δύο αγελών (περισσότερες πληροφορίες δεν δημοσιεύονται εδώ για λόγους προστασίας).


Λύκοι σε δρυοδάσος της περιοχής


Εποχική διακύμανση

Ο Λύκος δεν παρουσιάζει κάποιο σαφές πρότυπο και οι εποχικές διακυμάνσεις οφείλονται μάλλον σε τυχαίους παράγοντες, δηλαδή στις θέσεις των καταγραφικών την κάθε περίοδο. Το μόνο αξιοσημειώτο εδώ είναι η κορύφωση του Νοεμβρίου, η οποία οφείλεται στην καταγραφή των 2 αγελών της περιοχής σε πλήρη σύνθεση


Ημερήσιος κύκλος δραστηριότητας

Ο Λύκος απλώνει τη δραστηριότητα του σε μεγαλύτερο μέρος του 24ώρου, αποφεύγοντας κυρίως τις πρωινές ώρες, μάλλον λόγω μεγαλύτερης όχλησης.


Αρκούδα τη νύχτα στην περιοχή της Κοτύλης. Οι περισσότερες καταγραφές έγιναν τις νυχτερινές ώρες


Συσχέτιση με βλάστηση και με τύπους κάλυψης/χρήσης γης

Ο Λύκος δεν δείχνει κάποιο σταθερό πρότυπο προτίμησης σε κάποιο ενδιαίτημα και η παρουσία του μοιράζεται στα περισσότερα από αυτά. Κρίνοντας από τις θέσεις των καταγραφικών, φαίνεται ότι εντοπίζεται περισσότερο σε σχετικά απομονωμένα δάση, κατά τις μετακινήσεις των αγελών.


Λύκος που κουβαλάει τροφή, μάλλον τμήμα από ζαρκάδι


Συμπεράσματα

O Λύκος διατηρεί έναν υγιή πληθυσμό στην περιοχή, αποτελούμενο από 2 αγέλες. Ο πληθυσμός κυμαίνεται σημαντικά από χρονιά σε χρονιά, λόγω υψηλής θνησιμότητας, διακύμανσης στη διαθεσιμότητας της τροφής, μετακινήσεων κοκ. Χωρίς να υπάρχουν σχετικές έρευνες, εκτιμάται ότι διατροφικά στηρίζεται ως ένα βαθμό στην περιορισμένη πια κτηνοτροφία της περιοχής, αλλά στρέφεται όλο και περισσότερο στον αυξανόμενο πληθυσμό των άγριων θηραμάτων (ζαρκάδι, αγριόχοιρος, λαγός κα).



Για περισσότερα βλ. Νικήσιανης Ν., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Πανίδας μέσω Επιτόπιας Έρευνας. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 4. 50 Σελίδες + Παραρτήματα.