Η Μαύρη Πεύκη

Βιολογικά χαρακτηριστικά

H Μαύρη Πεύκη (Pinus nigra) είναι ιθαγενές ευρωπαϊκό είδος Πεύκης και απαντάται σε υψόμετρα που κυμαίνονται από 250-1800μ.

Είναι δέντρο μεγάλου μεγέθους, καθώς φτάνει σε ύψος τα 30-40 m και σε διάμετρο τα 1-1,2 m. Πρόκειται για ένα μακρόβιο είδος, με εκτιμώμενη διάρκεια ζωής πάνω από 400 ή ακόμα 500 χρόνια. Έχει καταγραφεί στην Ισπανία Μαύρη Πεύκη (με βάση τη δενδροχρονολόγηση) ηλικίας 803 χρονών. Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 15 με 20 χρόνια στο φυσικό τους περιβάλλον, με τα δέντρα να εμφανίζουν ένα μέγιστο στην παραγωγή σπόρων κάθε 2 με 5 χρόνια.

Η παραγωγή κώνων και σπόρων είναι χαμηλότερη από τα υπόλοιπα πεύκα της μεσογειακής περιοχής. Τα σπέρματα της Pinus nigra είναι ελαφριά και μπορούν να μεταφερθούν μέσω του ανέμου σε μεγάλες αποστάσεις. Έχει παρατηρηθεί ότι η διασπορά σπερμάτων, ένα φαινόμενο που ονομάζεται πλαγιοσπορά, φθάνει έως περίπου τα 100 m, με πυκνότητες που εξαρτώνται από την τοπογραφία, τους ανέμους και το ύψος των δέντρων-σπορέων.

Είναι είδος ημισκιόφυτο, καθώς αντέχει σε μερική σκίαση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη Πεύκης. Σε αντίθεση επίσης με τις μεσογειακές πεύκες (χαλέπιο, τραχεία), η Μαύρη Πεύκη δεν είναι καλά προσαρμοσμένη σε επικόρυφες πυρκαγιές διότι, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (περίοδος κατά την οποία σημειώνονται τα περισσότερα περιστατικά πυρκαγιάς), οι κώνοι της δεν είναι ώριμοι και δεν φέρουν φυτρώσιμους σπόρους. Συνεπώς, το είδος δεν αναγεννάται έπειτα από επικόρυφες πυρκαγιές, παρά μόνο στην περίπτωση που καίγονται «επιλεκτικά» ορισμένα κομμάτια αφήνοντας άλλα ανέπαφα, οπότε η φυσική αναγέννηση εξασφαλίζεται με πλαγιοσπορά. Αντίθετα, το είδος ευνοείται από τις έρπουσες πυρκαγιές στις οποίες αντέχει χάρη στον μεγάλου πάχους φλοιό της που προστατεύει το κάμβιο (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 2.1).

Ώριμο δάσος Μ. Πεύκης στην περιοχή έρευνας (Αρένες). Στον υποόροφο κυριαρχούν σταδιακά οι Οξιές κι η Ελάτη.


Σημερινή εξάπλωση στην περιοχή έρευνας

Η Μαύρη Πεύκη είναι σήμερα μαζί με την Οξιά τα δύο σημαντικότερα δασικά είδη στην περιοχή έρευνας. Με βάση συγκλίνουσες εκτιμήσεις από την φωτοερμηνεία και τις δειγματοληψίες, η Μαύρη Πεύκη κυριαρχεί σήμερα στα μισά περίπου δάση της περιοχής. Καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις είναι σε μίξη με την Οξιά, τη Δρυ και την Ελάτη, αν μετρήσουμε τη σχετική αφθονία της, ο βαθμός κυριαρχίας περιορίζεται κάτω από το 40%, πλησιάζοντας αυτόν της Οξιάς. Εκτιμήθηκε τέλος ότι το 20% της συνολικής έκτασης, ανεξάρτητα χαρακτηρισμού, καλύπτονται από δέντρα Πεύκης (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 2.2).

Πανοραμική φωτογραφία της περιοχής μελέτης, από το ύψωμα Πύργος προς τις Αρένες. Αποτυπώνεται η σχετική κυριαρχία της Μ. Πεύκης (με σκούρο πράσινο χρώμα).


Όπως θα δείξουμε αναλυτικά παρακάτω, η Μαύρη Πεύκη στην περιοχή αποτελεί το κυριότερο είδος που αποικίζει πρώτο γυμνές εκτάσεις, όταν αυτές ξεκινάνε να δασώνονται. Συνεπώς είναι ένα μάλλον πρόσκοπο ή μεταβατικό είδος και έτσι δεν διαμορφώνει κάποια σαφώς ορισμένη υψομετρική ζώνη, όπως η Οξιά και η Δρυς, και απαντάται από τα χαμηλότερα υψόμετρα, κοντά στα 800 μ. (εδώ συχνά σε μίξη με τη Δρυ), ως τα υψηλότερα, στα 2.000 (εδώ σε μίξη με την Οξιά και την Ελάτη). Πέρα από τις μίξεις, η Μαύρη Πεύκη σχηματίζει κι εκτενή αμιγή δάση, μεταβατικά, ή μόνιμα.

Άτομο Πεύκης που επιβιώνει πάνω σε λιθώνα (λισβάρι), πάνω από τον Σαραντόπορο.


Ειδικότερα, τα αμιγή δάση Μαύρης Πεύκης αποτελούν ήδη από το 1945 τον σημαντικότερο δασικό τύπο, ενώ από το 1945 ως το 2015 αυξάνονται σημαντικά. Από ό,τι φαίνεται από τα αποτελέσματα της φωτοερμηνείας, είναι ο βασικός τύπος δάσους που καλύπτει αρχικά τις γυμνές εκτάσεις στην περιοχή, για να αναμιχθεί σταδιακά με τα υπόλοιπα είδη (δρυς, οξιά, ελάτη). Απαντάται από τα χαμηλότερα υψόμετρα της περιοχής στα 800 μ., ως και τα 1700 μ., χωρίς να σχηματίζει κάποια αυτόνομη ζώνη.

Η κατανομή τους στην περιοχή εντοπίζεται κυρίως στις ανατολικές πλαγιές των Αρένων, πάνω από το Πευκόφυτο και τη Χρυσή και στις πλαγιές γύρω από τη μικρή κοιλάδα της Παλιάς Κοτύλης. Η κατανομή αυτή υποδεικνύει ένα πρότυπο που εξαρτάται ταυτόχρονα τόσο από την ιστορία της περιοχής, αφορά δηλαδή περιοχές γύρω από τους οικισμούς που στο παρελθόν (το 1945 αλλά και πιθανά πριν από αυτό) ήταν γυμνές και δασώθηκαν, όσο και από οικολογικούς παράγοντες, όπως το υψόμετρο.

Φυσική αναγέννηση Πεύκης σε εγκαταλελειμμένο λιβάδι της περιοχής


Σε κάποια σημεία, όπως στο βόρειο άκρο της περιοχής πάνω από το Μυροβλήτη ή στις πλαγιές με μεγάλη κλίση πάνω από την Παλιά Κοτύλη εντοπίζονται ώριμα δάση Μαύρης Πεύκης που δεν δείχνουν σημάδια διαδοχής, ή έστω αυτή συμβαίνει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Στα σημεία αυτά, η κυριαρχία της Πεύκης οφείλεται πιθανά σε τοπικούς οικολογικούς παράγοντες και όχι στην ιστορία της περιοχής.

Οι μίξεις Δρυός και Μ. Πεύκης εντοπίζονται σε υψόμετρα 800-1.400 μ., με μικρές συστάδες να φτάνουν ως τα 1.460. Σήμερα φτάνουν τα 1.194 Ha ή το 11% της περιοχής, 2ο μεγαλύτερο ποσοστό μετά από αυτό της αμιγούς Μ. Πεύκης. Η μέση κάλυψη στα δάση αυτά είναι πολύ ψηλή και φτάνει το 82,5%, ενώ στο 98% χαρακτηρίζονται ως ώριμα. Ο βαθμός κυριαρχίας εκτιμήθηκε κοντά στο 45%, δηλαδή η Δρυς και η Πεύκη μοιράζονται τις εκτάσεις αυτές σχετικά ισότιμα. Καταγράφονται κυρίως κατά μήκος της κοιλάδας του Σαραντάπορου, σε χαμηλές εγκαταλελειμμένες εκτάσεις.

Οι μίξεις Οξιάς και Μ. Πεύκης ξεκινούν από τα 1.000 μ. και φτάνουν ως τα 2.000. Εντοπίζεται περισσότερο στο βόρειο μέρος της περιοχής, στις πλαγιές των Αρένων και του Πύργου. Τα σημερινά δάση παρουσιάζουν μέση κάλυψη στο 88% και είναι σχεδόν όλα ώριμα. Ο μέσος βαθμός κυριαρχίας εκτιμήθηκε στο 42,64%, δηλαδή η κυριαρχία μάλλον μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα στα δύο είδη.

Οι μίξεις Ελάτης και Μ. Πεύκης βρίσκονται στην ίδια περίπου υψομετρική ζώνη, όπου συνήθως αναμειγνύονται και με την Οξιά. Κάνοντας μια προσπάθεια στη φωτοερμηνεία να διακριθούν τα δάση όπου κυριαρχούν τα δύο κωνοφόρα, καταγράφηκαν 494,18 ha, που αντιστοιχούν στο 4,6% της περιοχής. Η μίξη αυτή εντοπίστηκε κυρίως στις πλαγιές γύρω από την Κοτύλη, στον Πύργο και σε δυο πυρήνες πάνω από το Πευκόφυτο και τη Χρυσή, σε μια σχετικά στενή ζώνη από τα 1080 ως τα 1580 μ., ανάμεσα στα δάση Μ.Πεύκης και στη ζώνη της Οξιάς. Εμφανίζουν μέση κάλυψη 82% και είναι ώριμα κατά 91%, έχουν δηλαδή αρκετές εκτάσεις με ανώριμα σε σχέση με τους άλλους τύπους. Ο βαθμός κυριαρχίας εκτιμήθηκε στο 33%, κυριαρχεί δηλαδή κατά 2/3 η Μ.Πεύκη.

Μεικτό δάσος Πεύκης - Οξιάς, στις πλαγιές των Αρενών


Οικολογία

Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η Μαύρη Πεύκη δεν διαθέτει κάποια σαφώς ορισμένη υψομετρική ζώνη και απαντάται από τα χαμηλότερα υψόμετρα, κοντά στα 800 μ., ως τα υψηλότερα, στα 2.000. Ωστόσο, η κατανομή της εμφανίζει ένα μέγιστο κοντά στα 1.200 με 1.400 μ., ανάμεσα δηλαδή στις ζώνες της Δρυός και της Οξιάς, όπου αποτελεί και το κυρίαρχο είδος. Η κυριαρχία σε αυτή τη ζώνη οφείλεται ταυτόχρονα τόσο σε οικολογικούς, όσο και σε ιστορικούς παράγοντες, αφού η Πεύκη εδώ αφενός φαίνεται ότι ανταποκρίνεται καλά στις κλιματικές συνθήκες, αφετέρου αναπτύσσεται σε εγκαταλελειμμένες εκτάσεις που υπάρχουν σε αφθονία σε αυτή τη ζώνη. 

 

Σχετική αθφονία των 4 βασικών ειδών κατά υψόμετρο


Σε σχέση με την έκθεση, η Πεύκη δεν εμφανίζει ισχυρές διαφοροποιήσεις. Φαίνεται όμως μια σχετικά μεγαλύτερη αφθονία της στις νότιες εκθέσεις, η οποία ερμηνεύεται εύκολα από το γεγονός ότι ανέχεται καλύτερα την ξηρασία.

 

Σχετική αφθονία των 4 βασικών ειδών κατά έκθεση

 

Όσο αφορά τις χρήσεις, σήμερα η Μαύρη Πεύκη προσφέρει την πλέον πολύτιμη παραγωγική ξυλεία της περιοχής. Ενδεικτικά, στις υλοτομήσεις της πρόσφατης δεκαετίας, η Μ. Πεύκη συνεισφέρει περίπου 81.360 κυβικά μέτρα, δηλαδή κοντά στο 50% της συνολικής ξυλείας, ποσοστό λίγο μεγαλύτερο σε σχέσημ με τον όγκο που καταλαμβάνει. Η ξυλεία της προσφέρεται κυρίως για τεχνικές χρήσεις (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 7).


Τάσεις διαδοχής

Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η Μ. Πεύκη αποτελεί το κατ’ εξοχή πρόσκοπο ή πρόδρομο είδος στην περιοχή, το είδος δηλαδή που θα αποικίσει πρώτο γυμνές εκτάσεις. Πράγματι, τα δεδομένα από τη φωτοερμηνεία δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των λιβαδικών ή καλλιεργούμενων εκτάσεων του 1945 που εγκαταλείφθηκαν και δασώθηκαν, καλύφθηκαν με αμιγή δάση Μ.Πεύκης ή ενώσεις της με Δρυ ή Οξιά. Αντίστροφα, το 35% των σημερινών δασών αμιγούς Μ. Πεύκης προέρχονται από εκτάσεις που ως το 1945 ήταν ανοικτές (κυρίως λιβαδικές, αλλά και καλλιέργειες ή λιθώνες). Το ίδιο ισχύσει 23% των δασών Δρυός – Μ. Πεύκης, το 25% των δασών Οξιάς – Μ. Πεύκης και το 18% των δασών Ελάτης – Μ. Πεύκης.

Σύμφωνα με το κυρίαρχο σενάριο της διαδοχής, μετά την πρώτη εγκατάσταση της Μ. Πεύκης και την ωρίμανση των δέντρων της, καθώς η συγκόμωση των δέντρων σταδιακά κλείνει, αφήνοντας λιγοστό φως να φτάσει στο έδαφος, οι συνθήκες δεν ευνοούν τόσο την ανάπτυξη των νέων δενδρυλλίων της Πεύκης, όσο των πιο σκιανθεκτικών ειδών, δηλαδή της Δρυός (στα χαμηλά) και της Οξιάς και της Ελάτης στα υψηλότερα. Συνεπώς, αναμένουμε τα δάση Πεύκης να τα διαδέχονται σταδιακά μικτά δάση και στη συνέχεια δάση Δρυός ή Οξιάς, τα οποία και, σύμφωνα με την παραδοσιακή οικολογία, αποτελούν την λεγόμενη κοινότητα "climax", την κατάσταση δηλαδή στην οποία θα τείνουν τα δάση, αν μείνουν ανεπηρέαστα και αδιατάρρακτα. Πράγματι, η μετάβαση:

Ανοικτές εκτάσεις -> Μ. Πεύκης -> μίξη Μ.Πεύκης και Δρυός ή Όξιάς,

αποτελεί, σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της φωτοερμηνείας, βασικό μονοπάτι μετάβασης στην περιοχή.

Συστάδας Μ. Πεύκης, με φανερή τη διαδοχή της από την Οξιά


Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν και από την επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήσαμε, με στόχο την καταγραφή των νέων δενδρυλλίων, σε σχέση με τον κυρίαρχο δασικό τύπο (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 4.3, κεφ. 6). Η Μ. Πεύκη αναπαράγεται με μεγάλους αριθμούς δενδρυλλίων, όσο όμως το δάσος πυκνώνει ή/και τα δενδρύλλια αυτά μεγαλώνουν, η σχετική τους σημασία μειώνεται. Έτσι, ενώ η Μ. Πεύκη καταλαμβάνει το 36% της σχετικής πυκνότητας στις επιφάνειες που εξετάσαμε, διαθέτει το 30% των μικρών και μόνο το 16% των δενδρυλλίων. Η αναπαραγωγή της φαίνεται ότι μειώνεται σημαντικά όταν η σχετική πυκνότητα ξεπερνά περίπου το 60%. Παρόλα αυτά, ακόμα και τα πιο πυκνά δάση παρουσιάζουν διάκενα, ακόμα και πολύ μικρά στις διαστάσεις ενός μεγάλου δέντρου που χάθηκε πχ, αφήνοντας χώρο στην αναπαραγωγή της Μ. Πεύκης.

Οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις ωστόσο μας προειδοποιούν ότι η πορεία αυτή δεν είναι τόσο γραμμική και πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως τάση, παρά ως νόμος. Και όντως, στην περιοχή παρατηρούμε περιπτώσεις και σχέσεις διαδοχής σαφώς πιο περίπλοκες:

1. Η Μ. Πεύκης φαίνεται να έχει μια καθαρή σχέση διαδοχής με την Οξιά και την Ελάτη, καθώς τα τελευταία αυτά είδη διαδέχονται σαφώς την πρώτη στα μικτά, ή ακόμα και τα αμιγή δάση της. Η σχέση όμως με την Δρυ φαίνεται ότι είναι πιο περίπλοκη. Η δρυς είναι σχετικά πιο σκιόφιλη από την Μ. Πεύκη, οπότε έχει την τάση να αναπαράγεται σχετικά εύκολα στον υποόροφο ενός δάσους Μ. Πεύκης, τείνοντας έτσι μελλοντικά να την υποκαταστήσει. Αντίστροφα όμως, και η Μ. Πεύκη έχει την τάση να εισχωρεί στις εκτάσεις όπου κυριαρχεί ήδη η Δρυς (με τη λεγόμενη "πλαγιοσπορά", όπως ονομάζεται από τη δασολογία), εκμεταλλευόμενη ειδικά τα μικρά κενά που αφήνουν οι δρυς. Ποια από τις δύο τάσεις θα κυριαρχήσει, εξαρτάται από την ιδιαίτερη δομή του δάσους σε κάθε συγκεκριμένη θέση - αν για παράδειγμα ένα δρυοδάσος έχει πολλά κενά αφήνει χώρο στην πεύκη, ενώ ένα πυκνό πευκοδάσος προετοιμάζει καλύτερα το έδαφος για την δρυ. Καθώς η περιοχή μας -κάτι που ισχύει γενικά για την ελληνικό ορεινό χώρο- χάρη στην ιδιαίτερη ιστορία της βλάστησης και της ανθρώπινης παρουσίας, αποτελείται από ένα εξαιρετικά περίπλοκο μωσαϊκό θέσεων, καμία από τις δύο τάσεις δεν φαίνεται να κυριαρχεί με σαφή τρόπο, τουλάχιστον στο διάστημα 1945 - 2015 που εξετάσαμε αναλυτικά. Έτσι, ο βαθμός κυριαρχίας στα μεικτά δάση Δρυός – Μ. Πεύκης δεν φάνηκε να αλλάζει με τρόπο συστηματικό και σημαντικό (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 7, κεφ. 4).

2. Ενώ υποθέτουμε ότι η κυριαρχία της Μ. Πεύκης είναι μεταβατική, σε τμήματα της περιοχής και ειδικά στα βόρειο-δυτικά, πάνω από τον Μυροβλήτη απαντώνται αμιγή δάση Μ. Πεύκης μεγάλης ηλικίας, τα οποία δεν δείχνουν καμία τάση διαδοχής, δεν έχουν δηλαδή παρά ελάχιστα δενδρύλλια άλλων ειδών. Στο ίδιο πνεύμα, τα δεδομένα της παλυνολογίας δείχνουν μια μόνιμη παρουσία της Μ. Πεύκης στην περιοχή, η οποία μάλλον δεν συνδέεται με την ένταση των πιθανών διαταραχών. Εξάλλου, τρέχοντας το μοντέλο Landis στο μακροπρόθεσμο μέλλον (900 χρόνια) χωρίς διαταραχές, φαίνεται ότι η παρουσία της Πεύκης περιορίζεται σε μια στενή ζώνη ανάμεσα στη Δρυ και την Οξιά, αλλά σε κάθε περίπτωση διατηρείται. Οι ενδείξεις αυτές υποδεικνύουν ότι η Πεύκη δεν έχει μόνο μεταβατικό χαρακτήρα, αλλά μπορεί κατά περίπτωση να είναι και η τελική κοινότητα σε τμήματα της περιοχής.

Ώριμο δάσος Μ. Πεύκης με δέντρα μεγάλης ηλικίας, χωρίς φανερά σημάδια διαδοχής από άλλο είδος


3. Τέλος, ενώ η Μ. Πεύκη αποδείχθηκε ότι υπήρξε το σημαντικότερο πρόσκοπο είδος για την αποίκιση των γυμνών εγκαταλελειμμένων εκτάσεων αγροτικής προέλευσης (καλλιέργειες και λιβάδια), δεν συνέβη το ίδιο με τις εκτάσεις που κάηκαν στην πυρκαγιά του 2007. Οι εκτάσεις αυτές καλυπτόταν σε μεγάλο ποσοστό από Μ. Πεύκη (βλ. αντίστοιχη σελίδα). Μετά την πυρκαγιά, ξεκίνησαν γρήγορα να δασώνονται. Ο ρόλος όμως της Μ. Πεύκης στη δάσωση αυτών των γυμνών εκτάσεων περιορίστηκε περίπου στο 30%, με το μεγαλύτερο μέρος να καταλαμβάνεται από δύο άλλα πρόσκοπα και μάλιστα φυλλοβόλα είδη, την Γιδοϊτιά (Salix caprea) και την Τρεμώδη Λεύκη (Populus tremula). Ο λόγος για αυτή τη διαφοροποίηση δεν είναι σαφής. Μια πιιθανή ερμηνεία έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη ιστορία της κάθε έκτασης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι λιβαδικές εκτάσεις εγκαταλείφθηκαν σταδιακά από τη βόσκηση. Η σταδιακά μειούμενη βόσκηση συνέχισε για κάποια χρόνια να ασκεί επιλεκτική πίεση στη διαδικασία αναδάσωσης, καταστρέφοντας κατά προτεραιότητα τα φυλλοβόλα είδη και αφήνοντας χώρο στην Πεύκη. Στις καμένες εκτάσεις μια τέτοια πίεση δεν υπήρξε, οπότε και τα τρία πρόσκοπα είδη, τα δύο φυλλοβόλα και η Πεύκη, συμμετείχαν απρόσκοπτα στην αποίκιση.


Η παλιότερη ιστορία του είδους

Εικόνα για την παρουσία της Μ. Πεύκη στην ιστορία της βλάστησης της περιοχής, μας δίνει η παλυνολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 5). Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, η Μ. Πεύκη έχει διαρκή και καθοριστική μια παρουσία στην περιοχή, ήδη από το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, 16.000 πριν. Σε όλο σχεδόν το διάγραμμα, η γύρη της Πεύκης είναι ο κυρίαρχος τύπος γύρης.


Αλλαγές στο διάστημα 1945 – 2015

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες (βλ. αναλυτικά Παραδοτέο 6), οι κάτοικοι της περιοχής υλοτομούσαν το πεύκο, κυρίως για ξύλο για το τζάκι ή για παραγωγή δαδιού, μια δραστηριότητα που ανθούσε για αρκετά χρόνια. Ωστόσο η χρήση αυτή ήταν σίγουρα λιγότερο εντατική από αυτή της Δρυός.

Στο πρόσφατο διάστημα που εξετάστηκε αναλυτικά μέσω της φωτοερμηνείας των αεροφωτογραφιών από το 1945 ως το 2015, τα δάση της Μ. Πεύκης αυξήθηκαν σημαντικά σε όλο αυτό το διάστημα, καθώς, όπως αναφέρθηκε, κάλυπταν γυμνές εκτάσεις.

Γυμνή, λιβαδική έκταση στην α/φ του 1945

Η ίδια έκταση στην α/φ του 2015, καλυμένη από Μ. Πεύκη


Αναλυτικότερα, το 1945 τα αμιγή δάση Μαύρης Πεύκης καλύπτουν ήδη το 11,18% της περιοχής. Οι περισσότερες εκτάσεις χαρακτηρίστηκαν με κάλυψη κοντά στο 50% κι έτσι ο μέσος βαθμός κάλυψης όμως είναι ακόμα σχετικά μικρός, κοντά στο 55%. Το 85% όμως χαρακτηρίστηκαν ήδη ως ώριμα. Το 77% αυτών των δασών παρέμεινε αμιγής πεύκη ως το 2015, ενώ το 13% αναγνωρίστηκε πια σε μίξη με ένα ακόμα είδος (οξιά, δρυς ή έλατο). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την πορεία της διαδοχής, υποδεικνύει όμως ταυτόχρονα ότι ο ρυθμός της είναι χαμηλός, καθώς το 1945 τα δάση αυτά ήταν ακόμα αρκετά αραιά για να ξεκινήσουν τη διαδοχή, ενώ οι πιέσεις, κυρίως η υλοτομία, συνέχισαν να τα διατηρούν σε χαμηλή κάλυψη. Ένα μέρος των πευκοδασών κοντά στο 8% μετατράπηκε σε λιβάδι, λοιπά φυλλοβόλα ή λιθώνες – οι αλλαγές αυτές αφορούν κυρίως τις εκτάσεις που κάηκαν το 2007.

Το 1970 τα αμιγή δάση πεύκης αυξάνονται ήδη στο 13,41% και το 2015 καλύπτουν λίγο πάνω από 1500 ha, δηλαδή το 14% της περιοχής, μια αύξηση κατά 25%. Τα δάση του 2015 είναι πιο πυκνά, με την κάλυψη να φτάνει το 74% και πιο ώριμα (95%). Το 62% ήταν ήδη δάσος πεύκης το 1945 (αν και σημαντικά πιο αραιό). Ένα μικρό μέρος, της τάξης του 2%, αποτελούνταν από άλλους τύπους δασών. Η αναστροφή αυτή της αναμενόμενης πορείας διαδοχής οφείλεται σε κάποια διαταραχή και κυρίως στην πυρκαγιά του 2007.

Καμένες Μ. Πεύκες, κατά την πυρκαγιά του 2007


Αναγέννηση Μ. Πεύκης σε καμένες εκτάσεις από την πυρκαγιά του 2007


Το πιο ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι το 35% των σημερινών δασών μαύρης πεύκης προέρχεται από τη δάσωση ανοικτών εκτάσεων, κυρίως λιβαδιών, εγκαταλελειμμένων καλλιεργειών αλλά και λιθώνων. Μια αντίστοιχη προβολή στο παρελθόν πριν από το 1945, θα μπορούσε να στηριχθεί στην υπόθεση ότι ένα αντίστοιχα σημαντικό μέρος των δασών Μαύρης Πεύκης εκείνης της εποχής, θα ήταν ανοικτές εκτάσεις, λιβάδια ή καλλιέργειες μερικές δεκαετίες πριν το 1945.

Τα μικτά δάση Δρυός – Μ. Πεύκης – Δρυός αποτελούν μια συνηθισμένη στην περιοχή πορεία δάσωσης ανοιχτών εκτάσεων, για αυτό και παρουσιάζουν σχετικά μεγάλη αύξηση της τελευταίες δεκαετίες, κατά 35%. Το ποσοστό κάλυψης αυξάνει της σημαντικά, από 51% σε 82,5%.

Τα μικτά δάση Οξιάς – Μ. Πεύκης έχουν αυξηθεί σημαντικά, από το 9,78% το 1945 στο 12,77% το 2015. Η αύξηση αυτή θα ήταν μεγαλύτερη, αν δεν είχε καταστραφεί σημαντικό τμήμα τέτοιων δασών γύρω από την Παλιά Κοτύλη στην πυρκαγιά του 2007. Επίσης, αυξήθηκε η πυκνότητα (από το 65% στο 88%). Ένα σημαντικό ποσοστό κοντά στο 7% αφορά δάση Πεύκης στα οποία εισχώρησε η οξιά και το υπόλοιπο 25% δάσωση ανοιχτών εκτάσεων. Αντίστοιχη είναι η αύξηση των μικτών δασών Ελάτης Μ. Πεύκης, από το 3,9% στο 4,6%.

 

Περισσότερα

Κωνσταντίνου Σωτήρης, Αντωνιάδου Σ., Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ.,. 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 1. 143 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Νικήσιανης Ν., Αντωνιάδου Σ.,. Τσιάρας Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω των Διαχειριστικών Μελετών. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 2. 40 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos1_%20photoermineia.pdf


Πουλής Γ., Νικήσιανης Ν., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Βλάστησης μέσω Επιτόπιας Έρευνας. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 376 Σελίδες

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del4/Del2_Tefxos3_epitopia.pdf


Παναγιωτίδης Σ., Συροπούλου Ε., Μαυρίδου Α., 2020. Παλυνολογική Μελέτη. Παραδοτέο 5. 17 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_5.pdf


Αγγελόπουλος Γ., Γελάνη Ε., Σαρικούδη Γ., 2020. Έκθεση μελέτης πολιτισμικής κατασκευής του τοπίου. Παραδοτέο 6. 19 Σελίδες + Παραρτήματα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del_6.pdf


Νικήσιανης Ν., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Μπάντιου Ε., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2020. Χαρτογράφηση, επεξεργασία & ερμηνεία αποτελεσμάτων. Παραδοτέο 7. 151 Σελίδες + Παράρτημα

https://ecotimemachine.gr/wp-content/uploads/2022/03/Del7_ekthesi.pdf


Νικήσιανης Ν., Τουλούμης Κ., Παλάσκας Δ., Αντωνιάδου Σ., Νούσκα Π., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., Πουλής Γ., 2022. Έκθεση παραμετροποίησης. Παραδοτέο 12. 82 Σελίδες