Η αρκούδα

Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), με την εντυπωσιακή της εμφάνιση, τις ιδιαίτερες συνήθειες και τη μακρά ιστορία συνύπαρξης με τον άνθρωπο, αποτελεί μέχρι σήμερα το είδος – σύμβολο των βουνών της Πίνδου και ιδιαίτερα του Γράμου.


Αρκούδα σε δασικό δρόμο, στις Αρένες


Βιολογικά χαρακτηριστικά

Πρόκειται για το πιο μεγαλόσωμο άγριο θηλαστικό των βαλκανικών βουνών, με το ύψος των ενήλικων ζώων να φτάνει το 1 μ. και το μήκος τα 2. Ένα ενήλικο θηλυκό ζυγίζει από 70 έως 200 κιλά, ενώ το ενήλικο αρσενικό είναι συνήθως πιο μεγαλόσωμο και το βάρος του κυμαίνεται από 110 έως 350 κιλά. Μία αρκούδα ζει κανονικά γύρω στα 20 με 25 χρόνια. Θεωρείται ζώο με εξαιρετική ευφυΐα, καλή μνήμη, ικανότητα προγραμματισμού, σύνεση, αλλά και περιέργεια.

Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής για να συντηρήσει τον σωματικό της όγκο και τη δύναμή της. Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: βατόμουρα, κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς, αλλά και βολβούς, ρίζες, και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιό της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα (κυρίως μυρμήγκια) και χελώνες.

Κόπρανα αρκούδας που έχει τραφεί με φρούτα


Προηγούμενες αναφορές για την αρκούδα στην περιοχή μελέτης

Η έρευνα σε κόπρανα αρκούδας στην περιοχή μελέτης (Μπούσμπουρας 1999) έδειξε ότι οι αρκούδες βασίζονται κατά 89% σε τροφές φυτικής προέλευσης και 11% ζωικής. Τα μεγαλύτερα ποσοστά καλύπτουν τα αγροστώδη, οι καρποί και οι οφθαλμοί της Οξιάς, οι καρποί της Δρυός.Εποχικά όμως, την περίοδο ωρίμανσης των αντίστοιχων καρπών, η Αρκούδα τρέφεται εναλλάξ συστηματικά με καρπούς των γενών Prunus (κορόμηλα, κεράσια, δαμάσκηνα), Rubus (βατόμουρα), Pyrus (αχλάδια) και Malus (μήλα). Γενικά, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλότητα στις τροφικές πηγές.

Σε σχέση με την εποχική διακύμανση της δραστηριότητας, αυτή διπλασιάζεται σχεδόν το φθινόπωρο σε σχέση με το καλοκαίρι, καθώς η Αρκούδα αναζητά μεγάλες ποσότητες τροφής για να προετοιμαστεί για το χειμέριο λήθαργο. Όσο αφορά το υψόμετρο, παρουσιάζει ένα μέγιστο στη ζώνη 1100-1300 μ, ενώ ακολουθεί η επόμενη ζώνη, των 1300-1500.

Απόρροια των διατροφικών συνηθειών είναι και η επιλογή ενδιαιτημάτων που κάνει η Αρκούδα. Η ΕΠΜ (Μπούσμπουρας 1999), αξιοποιώντας τα δεδομένα της τηλεμετρίας, καταλήγει ότι σημαντικές περιοχές για την αρκούδα είναι:

-       Τα απρόσιτα σημεία χωρίς δρόμους και όχληση για προσωρινό θερινό καταφύγιο και για χειμερινό καταφύγιο.

-       Οι περιοχές με ώριμα δρυοδάση, που παρέχουν συνεχώς τροφή σε αντίθεση με την οξυά η οποία δεν εμφανίζει πληροκαρπία κάθε έτος.

-       Οι περιοχές με άγρια οπωροφόρα σε εγκαταλλελημένους αγρούς και λιβάδια ή μη εντατικά εκμεταλλευόμενες εκτάσεις.

-       Τα λιβάδια εντός των ψηλών δασών με άγρια οπωροφόρα.

-       Οι απρόσιτες παραποτάμιες εκτάσεις.

Σε μεταγενέστερη έρευνα που αφορά και την περιοχή του έργου (Γράμμος), οι Kanellopoulos et al διαπίστωσαν την επιλεκτική παρουσία της Αρκούδας στις μεικτές αγροδασικές περιοχές, τα δρυοδάση και -κυρίως- τα μεικτά δάση φυλλοβόλων που περιέχουν Καστανιά ή Φουντουκιά, καθώς και τη μικρότερη παρουσία στα δάση Μ. Πεύκης. Παρόμοια συμπεράσματα δίνουν και οι Mertzanis et al (2008), διαπιστώνοντας ότι η Αρκούδα τείνει να κινείται σε μεικτές αγροδασικές εκτάσεις και κυρίως στα όρια μεταξύ των ανοιχτών και των δασικών εκτάσεων.


Πληθυσμός στην Ελλάδα

Ως τη δεκαετία του 1990, εξαιτίας κυρίως του κατακερματισμού των βιοτόπων της, του παράνομου κυνηγιού και των δηλητηριασμένων δολωμάτων, ο πληθυσμός της Αρκούδας στην Ελλάδα είχε μειωθεί σημαντικά. Οι πρώτες συστηματικές εκτιμήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ανέφεραν ελάχιστο πληθυσμό 120 ατόμων. Τις τελευταίες 3 δεκαετίες ωστόσο, ο πληθυσμός έχει αυξηθει σημαντικά, επαναποικίζοντας πολλές νέες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από κοινοτικά Προγράμματα LIFE, αλλά και συμπληρωματικές έρευνες της ΜΚΟ «Αρκτούρος» με την μέθοδο της γενετικής, το ελάχιστο μέγεθος του πληθυσμού υπολογίσθηκε σε περίπου 500 άτομα (Pilidis et al 2015), με τάσεις ανάκαμψης σε ορισμένες περιοχές της Πίνδου.


Πληθυσμός στην περιοχή του έργου - προηγούμενες αναφορές

Στην περιοχή του έργου, τα διαθέσιμα δεδομένα ξεκινούν από το 1994, με τη σύνταξη της ΕΠΜ (Μπούσμπουρας 1999). Εκεί, με βάση των αριθμό των νεογέννητων ατόμων (1-2) εκτιμάται για όλη την περιοχή του Γράμμου (84.952 ha) ελάχιστος πληθυσμός 15-20 άτομα. Αναλογικά, από αυτόν στην περιοχή αντιστοιχεί το 1/8, ήτοι 2-3 άτομα. Ως τη 2η φάση της παραπάνω καταγραφής, το 1999, ο πληθυσμός αυτός διατηρείται σχετικά σταθερός. Η ίδια μελέτη αναφέρει και κρούσματα παράνομης εξόντωσης ατόμων αρκούδας από το 1985, τα οποία στην περιοχή της Καστοριάς κινούνται από 1-4 άτομα (μ.ο.2,4 / έτος), υποδεικνύοντας μια χαμηλή, αλλά σταθερή παρουσία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Στην πλέον πρόσφατη καταγραφή του πληθυσμού της Αρκούδας στο Νομό Καστοριάς (Καραΐσκου 2015), αυτός εκτιμάται στα 220 άτομα και χαρακτηρίζεται ως γενετικά υγιής και εύρωστος. Καθώς η περιοχή του έργου καταλαμβάνει το 7% περίπου του Νομού, αλλά αναμένεται να έχει σχετικά μεγαλύτερη πυκνότητα από το μέσο όρο λόγω καταλληλότητας, υποθέτουμε εύλογα ότι φιλοξενεί τουλάχιστον το 10% του παραπάνω πληθυσμού.


Η δική μας έρευνα

Για τη συστηματική παρακολούθηση του πληθυσμού των θηλαστικών στην περιοχή και τον εμπλουτισμό των λιγοστών αναφορών από τη βιβλιογραφία, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου μας ένα νέο πρόγραμμα παρακολούθησης, με τοποθέτηση αυτόματων καταγραφικών.

Για το σκοπό αυτό, την άνοιξη του 2019 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών, με σάρωση όλου του δασικού δικτύου της περιοχής. Με βάση τα αποτελέσματα, σχεδιάστηκε πρόγραμμα παρακολούθησης της πανίδας με τοποθέτηση 6 αυτόματων καταγραφικών μηχανών, επί 6 μήνες, σε επιλεγμένα σημεία της περιοχής. Τα αποτελέσματα περιλαμβάνουν την καταγραφή 13 ειδών θηλαστικών (Αρκούδα, Λύκος, Ζαρκάδι, Αγριογούρουνο, Κουνάβι, Σκαντζόχοιρος, Λαγός, Αλεπού, Αγριόγατα, Νυφίτσα, Ασβός, Αγριόγιδο, Σκιούρος), δηλαδή όλων των μεγαλόσωμων θηλαστικών που απαντώνται στην περιοχή (πλην Βίδρας) σε ένα πλήθος 493 διαφορετικών στιγμιότυπων.

Η επεξεργασία αυτών των αποτελεσμάτων, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, έδωσε στοιχεία και εκτιμήσεις για το πληθυσμιακό μέγεθος του κάθε είδους, την καταλληλότητα των διαφορετικών ενδιαιτημάτων και άλλα σημαντικά στοιχεία, καθώς και πολύτιμες φωτογραφίες της πανίδας της περιοχής.



Ίχνη σε σειρά (τορός) αρκούδας, κοντά στον Μυροβλήτη


Αποτελέσματα: καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών

Σε πρώτη φάση, για τον προσδιορισμό των σημείων τοποθέτησης των καμερών, πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2019 σάρωση ολόκληρου του προσβάσιμου δασικού και επαρχιακού οδικού δικτύου της περιοχής, με στόχο την καταγραφή βιοδηλωτικών ιχνών. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη συστηματική καταγραφή των βιοδηλωτικών ενδείξεων παρουσίας και δραστηριότητας (πατημασιές, κόπρανα, σημάδια τροφοληψίας) των μεγάλων θηλαστικών στο φυσικό της χώρο. Η επιλογή αυτή βασίζεται στη γενική διαπίστωση ότι πολύ συχνά ότι τα μεγάλα θηλαστικά, και κυρίως η αρκούδα, χρησιμοποιούν συστηματικά τους ίδιους άξονες μετακίνησης με τον άνθρωπο που συνήθως είναι και οι λιγότερο ενεργοβόροι (λόγω καλύτερης προσαρμογής στο ανάγλυφο). Η δυνατότητα καταγραφής ενδείξεων σε ανθρωπογενείς άξονες διέλευσης συνδέεται επίσης και με την πυκνότητα του δασικού οδικού δικτύου: λόγω της εξαιρετικά υψηλής πυκνότητάς του σε πολλούς τομείς της περιοχής μελέτης, οι πιθανότητες σύμπτωσής του με κάποιο άξονα μετακίνησης του ζώου ή σημείου δραστηριότητάς του (κυρίως τροφικής) είναι αυξημένες.

Συνολικά, καταγράφηκαν 82 ίχνη από 4 είδη μεγάλων θηλαστικών, ανάμεσά τους 31 ίχνη από αρκούδα. Σημειώθηκαν μάλιστα ίχνη από δύο διαφορετικά άτομα Αρκούδας γεννημένα την ίδια άνοιξη. Η καταγραφή αυτή αποτελεί μια ένδειξη του πληθυσμού της περιοχής, καθώς σε ένα υγιή πληθυσμό αρκούδας τα θηλυκά άτομα αρκούδας με μικρά της χρονιάς αντιστοιχούν στο 10% του συνολικού πληθυσμού. Συνεπώς, μια πρώτη εκτίμηση για τον πληθυσμό της Αρκούδας στην ευρύτερη περιοχή είναι τα 20 άτομα.

Τοποθέτηση αυτόματων καταγραφικών


Αυτόματα καταγραφικά (κάμερες)

Τα αυτόματα καταγραφικά κατέγραψαν 460 διακριτά συμβάντα, με το κάθε συμβάν να αφορά διαφορετικό/ά άτομο/α, στα οποία καταγράφηκαν (μαζί με τις ομαδικές καταγραφές) 524 άτομα. Για κάθε είδος υπολογίστηκε ο δείκτης σχετικής αφθονίας RAI:

Αριθμός συμβάντων * 100 / ημέρες καταγραφής


Είδος    Άτομα  _%       RAI

Αγριογούρουνο 205      39,1%  23,62

Αρκούδα          76        14,5%  8,76

Ζαρκάδι            73        13,9%  8,41

Λύκος   54        10,3%  6,22

Αλεπού 49         9,4%    5,65

Λαγός   23         4,4%    2,65

Αγριόγατα        7          1,3%    0,81

Αγριόγιδο         6          1,1%    0,69

Ασβός  4          0,8%    0,46

Κουνάβι 3          0,6%    0,35

Σκαντζόχοιρος  1          0,2%    0,12

Νυφίτσα           1          0,2%    0,12

Σκίουρος          1          0,2%    0,12

 Άγνωστο         21        4,0%    2,42


Σύμφωνα με τα παραπάνω τα σχετικώς πιο άφθονα είδη της περιοχής είναι (με σειρά) το Αγριογούρουνο, η Αρκούδα, το Ζαρκάδι, ο Λύκος και η Αλεπού. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι ο αριθμός των καταγραφών και κατά συνέπεια ο δείκτης RAI επηρεάζεται έντονα από παράγονες που δεν έχουν να κάνουν με την πραγματική αφθονία, όπως το μέγεθος του κάθε είδους (μεγάλα ζώα καταγράφονται πιο εύκολα) και την κινητικότητά του. Είναι φανερό πχ ότι ο πληθυσμός των μικρών θηλαστικών που αναφέρονται στις τελευταίες θέσεις του πίνακα σαφώς υποεκτιμάται κατά αρκετές τάξεις μεγέθους σε σχέση με τα μεγάλα θηλαστικά των πρώτων θέσεων. Επίσης, τα καταγραφικά τοποθετήθηκαν τις περισσότερες φορές πάνω στο δασικό οδικό δίκτυο, με στόχο να συλλάβουν περισσότερα ζώα. Όμως, η συνήθεια της κίνησης πάνω στο δίκτυο δεν είναι ίδια για όλα τα είδη: η Αρκούδα για παράδειγμα κινείται πολύ πιο συστηματικά πάνω στο οδικό δίκτυο, σε σχέση με το Ζαρκάδι.

Με τις παραπάνω επιφυλάξεις, ο πίνακας 2 μπορεί να δώσει μια πρώτη ένδειξη της σχετικής αφθονίας, αν συγκρίνουμε είδη με παρόμοιο μέγεθος και συνήθειες: είναι σαφές λοιπόν ότι στην πανίδα κυριαρχούν τα 4 πρώτα μεγάλα θηλαστικά (Αγριογούρουνο, Αρκούδα, Ζαρκάδι και Λύκος). Ο Λύκος κι η Αρκούδα παρουσιάζουν παρόμοιο δείκτη RAI.

Ειδικά για την αρκούδα, ήταν εφικτή η εκτίμηση του ελάχιστου πληθυσμού μέσω της αναγνώρισης ξεχωριστών ατόμων από τις φωτογραφίες. Από τις φωτογραφίες ανά περίοδο και θέση, αναγνωρίστηκαν 8-12 ενήλικα άτομα αρκούδας και 2 κουτάβια.


Μητέρα αρκούδα με δύο κουτάβια, Αρένες


Εποχική διακύμανση

Η Αρκούδα στην περιοχή παρουσιάζει ένα έντονα διαφοροποιημένο πρότυπο εποχικής διακύμανσης της δραστηριότητας, το οποίο κορυφώνεται τους μήνες Αυγούστου και Σεπτεμβρίου. Ο λόγος είναι κυρίως ο πολύ μεγάλος αριθμός καταγραφών τους μήνες αυτούς στις κάμερες που τοποθετήθηκαν στους οπωρώνες των εγκαταλελειμμένων οικισμών της Παλιάς Κοτύλης και του Μυροβλήτη, όπου συγκεντρώνονται οι αρκούδες την εποχή που ωριμάζουν τα οπωροφόρα δέντρα (μηλιές, κορομηλιές, αχλαδιές κοκ). Τους προηγούμενες μήνες αντίθετα, οι αρκούδες αναζητούν μια μεγαλύτερη γκάμα πηγών διατροφής, οπότε απλώνονται περισσότερο στο χώρο και γίνεται πιο δύσκολη η καταγραφή τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταγραφές σταματούν απότομα στα μέσα Οκτωβρίου: συγκεκριμένα, ως τις 10 Οκτωβρίου για όλη την περιοχή, με μόνο μία καταγραφή στις 16 Οκτωβρίου. Ο πιθανότερος λόγος είναι ότι την περίοδο αυτή οι αρκούδες της περιοχής μετακινούνται προς το γειτονικό καστανόδασος του Βοΐου, όπου υπάρχει αφθονία ποιοτικής τροφής. Έτσι, από τα μέσα Οκτωβρίου ως τουλάχιστον τα μέσα Νοεμβρίου η περιοχή έρευνας πραγματικά εκκενώνεται από τις αρκούδες.


Ημερήσιος κύκλος δραστηριότητας

Η Αρκούδα παρουσιάζει πιο έντονη διακύμανση από το γενικό πρότυπο, υποδεικνύοντας μεγαλύτερη προτίμηση στις απογευματινές/βραδινές ώρες. Αποφεύγει συστηματικά να κινείται κατά τη διάρκεια των ζεστών, καλοκαιρινών ημερών.

Αρκούδα τη νύχτα στην περιοχή της Κοτύλης. Οι περισσότερες καταγραφές έγιναν τις νυχτερινές ώρες


Συσχέτιση με βλάστηση και με τύπους κάλυψης/χρήσης γης

Η Αρκούδα, όπως είναι αναμενόμενο, προτιμά κατά σειρά προτεραιότητας τους οπωρώνες, τα δρυοδάση (συμπεριλαμβανομένων των μίξεων με Πεύκη) και λιγότερο τα δάση της Οξιάς. Αποφεύγει μάλλον τα αμιγή δάση Μ. Πεύκης. Η τάση αυτή συνδέεται μάλλον με την αναζήτηση τροφής (καρποί οπωροφόρων, δρυός και οξιάς).

Αρκούδα κοντά σε εγκαταλελειμμένη στάνη


Συμπεράσματα

Η Αρκούδα διατηρεί στην περιοχή έργου ένα υγιή πληθυσμό, με ελάχιστο εκτιμώμενο μέγεθος από 8-12 άτομα (με βάση την αναγνώριση ατόμων από τις φωτογραφίες) ως 20 άτομα (με βάση τον αριθμό των νέων γεννήσεων). Αν λάβουμε υπόψη και τις εκτιμήσεις της Καραΐσκου (2015), μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι ο πληθυσμός της Αρκούδας στην περιοχή είναι περίπου στα 20 άτομα. Ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν εκτιμώταν (ο ελάχιστος), στα 2-3 άτομα. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι μάλλον η μείωση της ανθρωπογενούς θνησιμότητας. Τα καταλληλότερα ενδιαιτήματα για τις αρκούδες της περιοχής είναι οι οπωρώνες στους εγκαταλελειμμένους οικισμούς και τα μεικτά δάση φυλλοβόλων, κυρίως Δρυός. Γενικά, ευννοούνται από την ετερογένεια του τοπίου και την ποικιλία των ενδιαιτημάτων. Η κίνηση και η δραστηριότητά στην περιοχή κορυφώνεται τους μήνες Σπετέμβριο – αρχές Οκτωβρίου, όταν ωριμάζουν οι καρποί των οπωροφόρων, αλλά σταματά τελείως στα μέσα Οκτωβρίου, καθώς η περιοχή δεν έχει καστανιές.


Για περισσότερα βλ. Νικήσιανης Ν., Τσιάρας Δ.,. Κωνσταντίνου Δ., 2020. Έκθεση μελέτης χλωρίδας και πανίδας - Μελέτη της Πανίδας μέσω Επιτόπιας Έρευνας. Παραδοτέο 4 – Τεύχος 4. 50 Σελίδες + Παραρτήματα.




Μια χαρακτηριστική φωτογραφία για το ρόλο της αρκούδας στο δασικό οικοσύστημα. Περσινά κόπρανα αρκούδας, σε απομονωμένο δασικό δρόμο, όπου έχουν ήδη φυτρώσει οι σπόροι που περιείχε.